Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

The Conway Twitty story


Ο Conway Twitty γεννήθηκε ως Harold Lloyd Jenkins, στις 1 Σεπτεμβρίου του 1933, στο Friars Point του Μισισιπή.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Conway Twitty είχε περισσότερες νο 1 επιτυχίες (40) στην country μουσική, από οποιονδήποτε άλλον καλλιτέχνη, μέχρι που ο George Strait έσπασε το ρεκόρ το 2006. Ωστόσο, πριν γίνει θρύλος της country υπήρξε rock n roll και rockabilly τραγουδιστής και στα έτη αυτά (1956-1964) θα επικεντρωθούμε.

Ο Harold Lloyd Jenkins γεννήθηκε στο Μισισιπή, αλλά μεγάλωσε στην Helena του Αρκάνσας. Το όνομά του το πήρε από τον θρυλικό ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, Harold Lloyd. Κιθάρα έμαθε από τον παππού του και έναν τραγουδιστή μπλουζ της γειτονιάς. Έγραψε το πρώτο του τραγούδι όταν ήταν δέκα χρονών το 1945 ή το 1946 και έφτιαξε μια hillbilly μπάντα που ονόμασε Phillips County Ramblers, με την οποία έπαιζε στο ραδιοφωνικό σταθμό KFFA στην Helena. Μαζί τους έμεινε μέχρι το 1953. Υπήρξε επίσης και ένας ταλαντούχος παίκτης του μπέιζμπολ, που τον ήθελαν οι Philadelphia Phillies, αλλά δεν ήταν σε θέση να υπογράψει συμβόλαιο διότι πήγε στον στρατό το 1954 και στάλθηκε στην Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας. Όταν ο Jenkins απολύθηκε από το στρατό τον Μάρτιο του 1956, παρατήρησε ότι η μουσική σκηνή είχε αλλάξει δραστικά. Εμπνευσμένος από τον Elvis Presley, σχημάτισε μια νέα μπάντα που ονόμασε Harold Jenkins and the Rockhousers και προσπάθησε να βρει την τύχη του στην Sun Records στο Μέμφις. Αν και έκανε αρκετές ηχογραφήσεις για την Sun, δεν κατάφερε κάτι την εποχή εκείνη. Ο Sam Phillips είδε όμως κάποιo ταλέντο στο τραγούδι του Harold "Rockhouse", το οποίο το αγόρασε για την Sun και το κυκλοφόρησε ως το δεύτερο δίσκο του Roy Orbison (ο οποίος το έκανε γνωστό) για την Sun τον Σεπτέμβριο του 1956.

Υπό την καθοδήγηση του νέου του manager, Don Seat, ο Harold υπέγραψε συμβόλαιο με την Mercury στις αρχές του 1957. Άλλαξε το όνομά του σε Conway Twitty, και το πρώτο του single με την Mercury, το "I Need Your Lovin", έφθασε στο νο 93 στα charts του Billboard τον Μάιο του 1957. Ο Twitty προσπαθούσε πολύ σκληρά να παίξει rock 'n' roll. Μετά από μια δεύτερη περίοδο τον Οκτώβριο του 1957, η Mercury έλυσε την συνεργασία μαζί του. Τότε, ο Twitty και η μπάντα του βρήκαν δουλειά στο Flamingo Lounge στο Hamilton του Οντάριο του Καναδά. Έφτιαξε μια νέα μπάντα: Joe Lewis (κιθάρα), Blackie Preston (μπάσο) και Jack Nance (ντραμς). Ο Lewis και ο Nance είχαν παίξει στο παρελθόν με τους Pacers του Sonny Burgess
Ο Nance ήταν επίσης τραγουδοποιός και, μαζί με τον Twitty συνέγραψε το "I'll Try" και το "It's Only Make Believe".  Ενώ ήταν ακόμα στον Καναδά, ο Twitty έστειλε ένα demo από τα δύο τραγούδια στον Don Seat, ο οποίος τα έστειλε στην MGM Records η οποία τα τα κυκλοφόρησε στις 7 Μαΐου 1958, στο Nashville. Όταν άρχισε ένας dj στο Columbus του Ohio (Doctor Bop) να παίζει το "It's Only Make Believe", σύντομα, ο Twitty έγινε γνωστός και το "It's Only Make Believe" έφτασε στο κορυφαίο σημείο του Billboard Hot 100. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο Twitty πήγε στο Perry Como Show και το American Bandstand. Ο δίσκος έφτασε επίσης στην κορυφή των charts του Ηνωμένου Βασιλείου για πέντε εβδομάδες και ήταν επιτυχία και σε πολλές άλλες χώρες.


Στα τέλη του 1958 και τον Φεβρουάριο του 1959 ο Twitty επέστρεψε στο Νάσβιλ για να γράψει ένα άλμπουμ και ένα single, το "The Story Of My Love", που έφτασε στο νο 28. Το τρίτο single για την MGM, το "Hey Little Lucy", μόλις που ανέβηκε στα charts (νο 87), αλλά στη συνέχεια ήρθε το "Mona Lisa" (το πήρε από τον Carl Mann) , που τον επέστρεψε στο top 30, και φτάνοντας στο νο 5 του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακολούθησε μια rock 'n' roll έκδοση του "Danny Boy", η οποία έφτασε στο νο 10 στις ΗΠΑ, αλλά επειδή υπήρχαν προβλήματα με τη κυκλοφορία το ξαναέγραψε ως "Rosaleena" για τη βρετανική αγορά. 


Στη συνέχεια, το "Lonely Blue Boy" έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο hit της καριέρας του Twitty (νο 6, αρχές 1960). Επρόκειτο για μια ανέκδοτη ηχογράφηση του Elvis Presley από τον Ιανουάριο του 1958 (με τον τίτλο "Danny"), που προοριζόταν (αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε) για το soundtrack του "King Creole". Τότε ήρθε το Χόλιγουντ. Το 1959-60 εμφανίστηκε στην ταινία "Platinum High School", στο "College Confidential" και στο "Sex Kittens Go To College" (οι δύο τελευταίες με πρωταγωνίστρια την Mamie Van Doren). Ο χαρακτήρας "Conrad Birdie" στο musical του Μπρόντγουεϊ "Bye Birdie Birdie" ήταν μια παρωδία του Twitty.


Υπήρχαν επιπλέον 40 κορυφαίες επιτυχίες το 1960-61 όπως το "What Am I Living For", το "Is A Bluebird Blue" και το "C'Est Si Bon", αλλά σταδιακά οι επιτυχίες του Twitty λιγόστευαν. Ήδη το 1960 εξέφρασε την επιθυμία του να καταγράψει μουσική country, αλλά ο παραγωγός του στην MGM και ο διευθυντής του (Don Seat) δεν τον άκουσαν. Το "Portrait Of A Fool" ήταν η τελευταία επιτυχία στην MGM (νο 98, Ιανουάριος 1962). Νωρίς το 1963, η σύνθεση του Conway "Walk Me To the Door" έγινε νο 7 country hit για τον Ray Price, γεγονός που ενίσχυσε την πίεση του να αλλάξει ώστε να παίζει country. Έφυγε από την MGM και πήγε στην ABC-Paramount και το 1964 κυκλοφόρησε δύο singles για την ABC, το "Such A Night", αλλά η RCA είχε αποφασίσει να κυκλοφορήσει την έκδοση του Presley από το LP "Elvis Is Back" του 1960 ως single και έτσι ο ανταγωνισμός ήταν δύσκολος για τον Conway.
Τον Ιούνιο του 1965 ο Twitty υπέγραψε με τη Decca ως country τραγουδιστής και μετακόμισε στο Nashville. To 1966 σημείωσε την πρώτη του country επιτυχία και το 1968 το πρώτο του νούμερο ένα ("Next In Line", όχι του Johnny Cash). Ήταν ο πιο επιτυχημένος country καλλιτέχνης της δεκαετίας του '80 και ο δεύτερος πιο επιτυχημένος (μετά τον Willie Nelson) της δεκαετίας του '80.


Στις 4 Ιουνίου 1993, ο Twitty άρχισε να νιώθει αδιαθεσία ενώ ερχόταν στο Μπράνσον του Μισσούρι. Πέθανε την επόμενη ημέρα, στις 5 Ιουνίου 1993.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

The Bo Diddley story



Ο Bo Diddley γεννήθηκε ως Otha Ellas Bates, στις 30 Δεκεμβρίου του 1928, κοντά στο McComb του Μισισιπή. Τον υιοθέτησε και τον μεγάλωσε ο ξάδερφος της μητέρας του, Gussie McDaniel, του οποίου το επώνυμο έλαβε. Το 1934, η οικογένεια McDaniel μετακόμισε στη Νότια πλευρά του Σικάγου, όπου ο Bo άφησε το Otha και έγινε Ellas McDaniel. Εκεί έμαθε να παίζει βιολί στο συγκρότημα του κατηχητικού της Βαπτιστικής εκκλησίας, αν και του τράβηξε το ενδιαφέρον ρυθμός που είχε η Πεντηκοστιανή εκκλησία, και τελικά ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την κιθάρα και από την ηλικία των δώδεκα άρχισε να πειραματίζεται να κατασκευάσει τις δικές του κιθάρες σε διάφορα σχήματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 απέκτησε το ψευδώνυμο "Bo Diddley" από τους συναδέλφους του, (το diddley σημαίνει στην αμερικάνικη αργκό "απολύτως τίποτα", ενώ το diddley bow ήταν ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο που έπαιζαν οι αγρότες στο Νότο. "Βο" σημαίνει ενισχυτής). Το νέο του όνομα δεν θα το χρησιμοποιήσει ως μουσικός μέχρι το 1955. Το 1946 σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, ένα τρίο με το όνομα Hipsters, που αργότερα έμειναν γνωστοί ως Langley Avenue Jive Cats. Έπαιζαν στις γωνίες των δρόμων για να τους ρίχνουν κέρματα οι περαστικοί. Ένας καλλιτέχνης από τον οποίον είχε επηρεαστεί αρκετά ήταν ο John Lee Hooker. Ο McDaniel/Diddley μαζί με την μουσική δούλεψε και ως μπόξερ και ό,τι δουλειά έβρισκε - οδηγός φορτηγού, χειριστής ανελκυστήρα, χειρωνακτικός εργάτης. Το 1950 ο Jerome Green που έπαιζε μαράκες εντάχθηκε στην μπάντα του, και μετά από ένα χρόνο ο Billy Boy Arnold που έπαιζε φυσαρμόνικα. Όταν η ομάδα άρχισε να γίνεται τόσο καλή ώστε να φύγει από τους δρόμους και να παίζει σε κλαμπ, ο Diddley άρχισε να πειραματίζεται με νέους ήχους και άρχισε να γράφει το δικό του υλικό.

Στις αρχές του 1955 η μπάντα έγραψε ένα demo με δύο τραγούδια που είχε γράψει ο Diddley, το “Uncle John” και το I'm A Man. Αφού απορρίφθηκαν από τις εταιρίες United και Vee-Jay, προσπάθησαν να έρθουν σε συμφωνία με την Chess Records. Στον Leonard Chess άρεσε αυτό που άκουσε και τους κάλεσε στις 2 Μαρτίου 1955 για ηχογράφηση. Το συγκρότημα επεκτάθηκε με τον Otis Spann στο πιάνο και τον James Bradford στο μπάσο. Η έμπνευση για τον αφρικανικό ρυθμό του "Uncle John"  προήλθε από την ηχογράφηση του 1952 από την ορχήστρα του Red Saunders, "Hambone." Ο Leonard Chess ήθελε οι στίχοι του "Uncle John" να αλλάξουν γιατί είχε σεξουαλικά υπονούμενα. Ήταν ιδέα του Billy Boy Arnold να αντικαταστήσει το όνομα Bo Diddley για το Uncle John. Το "Bo Diddley" έγινε η πρώτη πλευρά του πρώτου single του McDaniel/Diddley και το νέο του σκηνικό όνομα. Τον Απρίλιο του 1955, κυκλοφόρησε το "Bo Diddley" και το "I'm A Man", και έμεινε στα τοπ των R&B charts για δύο εβδομάδες. Ο ρυθμός Bo Diddley (Bo Diddley beat) είχε γεννηθεί.



Το 1956 ο Bo Diddley κυκλοφόρησε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το "Who Do You Love?"

Τα επόμενα δύο singles "Diddley Daddy" και "Pretty Thing" ανέβηκαν επίσης στα charts. Ένας μοναδικός ήχος, που αποτελείται από κιθάρες, πιάνο, φυσαρμόνικα, μαράκες και τύμπανα, έγινε σύντομα ένας ρυθμός που πολλοί καλλιτέχνες έσπευσαν να αντιγράψουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Johnny Otis με την επιτυχία του "Willie and the Jive Hand" , που έφτασε στο νούμερο 9 στα ποπ χιτς το 1958. Επισης, η επιτυχία του Elvis Presley "(Marie's the Name) His Latest Flame", του 1961, είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον Bo Diddley beat. Ο Bo είχε γράψει επίσης, (υπό το όνομα της γυναίκας του Ethel Smith) και την μεγάλη επιτυχία του ντουέτου Mickey & Sylvia, "Love is Strange", το 1957.
Ο Bo δεν είχε pop hits μέχρι το 1959-60, με τέσσερα διαδοχικά singles, τα οποία επίσης κυκλοφόρησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο Λονδίνο). Το μόνο του Top 20 pop hit ήταν το "Say Man", μια ανταλλαγή προσβολών μεταξύ του Bo και του Jerome Green, που έπαιζε το μαράκες. Το 1960, ο Bo Diddley μετακόμισε από το Σικάγο στην Ουάσινγκτον, όπου έφτιαξε ένα από τα πρώτα στούντιο ηχογράφησης. Αν και ο Bo δεν είχε πολλές κυκλοφορίες στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, είχε μεγάλη επιρροή στο βρετανικό beat boom της δεκαετίας του ‘60. Το 1963 έλαβε μέρος στην βρετανική συναυλία με τους Everly Brothers και Little Richard. Οι ανερχόμενοι τότε Rolling Stones ήταν το supporting group και αμέσως αντέγραψαν τον ήχο του Bo με το τρίτο τους single, "Not Fade Away" (που είχε γράψει ο Buddy Holly το 1957). Ο Bo Diddley είχε γυναίκες στη μπάντα του. Μεταξύ αυτών ήταν ο Norma-Jean Wofford, επίσης γνωστός ως Η Δούκισσα, και αργότερα η Peggy Jones, με το παρατσούκλι Lady Bo, που έπαιζε κιθάρα (κάτι σπάνιο για γυναίκα την εποχή εκείνη).

Η δεκαετία του 1960 ήταν η πιο επιτυχημένη (αν και όχι απαραίτητα λόγω επιτυχιών στα charts) περίοδος του Bo και η πιο παραγωγική του περίοδος (επιτυχημένο ήταν το "You Can't Judge a Book by the Cover", το 1962). Τουλάχιστον δεκαπέντε άλμπουμ κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, εκτός των συλλογών. Η τελευταία του επιτυχία στα charts ήταν το "Ooh Baby" (νο 17 στα R & B και νο 88 στα pop) το 1967. Έμεινε στην Chess / Checker μέχρι το 1974. Μεταξύ 1974 και 1988 κατέγραψε μόνο σποραδικά, αλλά συνέχισε να παίζει σε όλο τον κόσμο. Το 1987 εισήχθη στο Hall of Fame της Rock and Roll. Θα ακολουθήσουν πολλά άλλα βραβεία. Από το 1988 και μετά, ο Bo κυκλοφόρησε αρκετά νέα άλμπουμ με την εταιρεία Triple-X με έδρα το Λονδίνο. Η τελευταία του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 2006. Στη συνέχεια, υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που επηρέασε την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου του. Ο Bo Diddley πέθανε στις 2 Ιουνίου 2008, από καρδιακή ανεπάρκεια, στο σπίτι του στο Archer της Φλόριντα.

Ο Bo Diddley, αν και μπορεί να συμπεριληφθεί στο "Billboard of One-Hit Wonders" του Wayne Jancik με το σκεπτικό ότι είχε ένα μόνο χιτ στο pop 40, έπαιξε ένα τεράστιο ρόλο στη μετάβαση από το μπλουζ στο rock & roll και επηρέασε όσο λίγοι τον χώρο της μουσικής με τον μοναδικό του ρυθμό (που συχνά αποκαλούσαν “jungle music”), τόσο εντός όσο και εκτός των ΗΠΑ. 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

“Back to the Future” (1985)



"I guess you guys aren't ready for that yet. But your kids are gonna love it" - Marty
 
Το Back to the Future (Επιστροφή στο Μέλλον) που σκηνοθέτησε ο Robert Zemeckis, είναι μια ταινία του 1985, που γνώρισε τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή (ήταν η ταινία με τα υψηλότερα κέρδη για το 1985 και είχε τρεις υποψηφιότητες για βραβείο όσκαρ) και μέχρι σήμερα παραμένει αγαπημένη, φρέσκια και διασκεδαστική, χάριν του πρωτότυπου σεναρίου, της παρουσίας του ηθοποιού Michael J. Fox και της απολαυστικής απεικόνισης της ζωής της δεκαετίας του ’50 που συνοδεύεται φυσικά από την υπέροχη μουσική των fifties
Κορυφαία - αν μη τι άλλο - στιγμή είναι η σκηνή όπου ο Michael J. Fox παίζει το Johnny B. Goode του Chuck Berry! Μια σκηνή που παραλίγο να «κοπεί» από την τελική προβολή! Στην ταινία ακούγονται δύο τραγούδια των Huey Lewis and the News, ενός pop/rock (με κάποια στοιχεία επιρροής από την μουσική του ‘50) συγκροτήματος που στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ήταν πολύ διάσημο. Το πιο γνωστό κομμάτι ήταν το "The Power of Love". Ο Lewis κάνει και μια μικρή εμφάνιση στην αρχή της ταινίας.

Η πλοκή έχει ως έξης: Ο Marty McFly (Michael J. Fox) είναι ένας τυπικός έφηβος που ζει στο Hill Valley της Καλιφόρνια μαζί με τους γονείς του (Lea Thompson και Crispin Glover), πάει σχολείο, έχει την κοπέλα του (Claudia Wells), το skate board του και την αγάπη του για την ροκ μουσική (παίζει ηλεκτρική κιθάρα). Ο Marty κάνει παρέα και με έναν εκκεντρικό (τον λες και «τρελό») επιστήμονα, τον Dr. Emmett "Doc" Brown (Christopher Lloyd), ο οποίος μια ημέρα του ανακοινώνει ότι κατάφερε να εφεύρει μια μηχανή που ταξιδεύει στον χρόνο – ενσωματωμένη σε ένα αυτοκίνητο! Για να φτιαχτεί όμως χρειάστηκε πλουτώνιο που αποκτήθηκε από Λίβυους τρομοκράτες, που του το έδωσαν με την υπόσχεση να κατασκευάσει για χάρη τους μια πυρηνική βόμβα! Καθώς έρχονται οι τρομοκράτες να τον σκοτώσουν γιατί τους εξαπάτησε, ο Marty, διαφεύγει με μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο, ενεργοποιώντας ακούσια τη μηχανή του χρόνου και έτσι μεταφέρεται πίσω στο χρόνο, στις 5 Νοεμβρίου 1955. Εκεί  συναντά τους μελλοντικούς γονείς του, τους γονείς της έφηβης τότε μητέρας του η οποία μάλιστα τον ερωτεύεται (!), τον νταή του σχολείου, Biff (Thomas F. Wilson), ο οποίος εκφοβίζει συνεχώς τον «σπασίκλα», δειλό και κοκαλιάρη πατέρα του και τον μελλοντικό (μαύρο) δήμαρχο της πόλης που τότε δούλευε σερβιτόρος. Στο τέλος αυτής της απολαυστικής και γεμάτης δράση, χιούμορ και μουσική ταινίας, η μητέρα του θα ερωτευτεί τελικά τον πατέρα του στον χορό του σχολείου και ο Marty θα καταφέρει να φύγει με το αυτοκίνητο – μηχανή του χρόνου με την βοήθεια ενός κεραυνού που χτυπά τον πύργο του ρολογιού του δημαρχείου και να επιστρέψει στο παρόν, σώζοντας έτσι και από τον θάνατο τον “Doc”.

Αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία, πέρα από την πλοκή, είναι η πετυχημένη απεικόνιση της δεκαετίας του ‘50. Οι παραγωγοί έστησαν μια πόλη που έμοιαζε τέλεια με πόλη εκείνης της εποχής. Κάποιες σκηνές γυρίστηκαν σε τοποθεσίες της Καλιφόρνια, ενώ ο σχολικός χορός "Enchantment Under the Sea" γυρίστηκε στο κλειστό γυμναστήριο της Μεθοδιστικής Εκκλησίας του Hollywood. Σπίτια, μαγαζιά, café, αυτοκίνητα, ρούχα, χτενίσματα, διάλογοι, όλα σε μεταφέρουν στην μαγική εποχή του ‘50. Υπάρχουν κάποια τραγούδια που ακούγονται όπως το "Mr. Sandman" των The Four Aces, το "The Ballad of Davy Crockett" του Fess Parker και το "Pledging My Love" του Johnny Ace. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο 1955, οπότε η «επανάσταση» του rock and roll μόλις έχει ξεσπάσει, ο Elvis ακόμα δεν έχει κάνει πάταγο, ούτε οι υπόλοιποι γίγαντες του rockn roll (Jerry Lee Lewis, Eddie Cochran, Gene Vincent κλπ) και τα πράγματα είναι κάπως πιο... “square”. 

Πάντως υπάρχουν και κάποιοι αναχρονισμοί, όπως στην παρακάτω φωτογραφία που δείχνει την βιτρίνα ενός καταστήματος με δίσκους, όπου κάποιοι δίσκοι δεν είχαν κυκλοφρήσει το 1955! Έτσι φαίνεται ένας δίσκος (αριστερά) με συλλογή από τραγούδια των Chordettes που κυκλοφόρησε το 1959, ο δίσκος "In the Land of Hi-Fi" της Patti Page (στην μέση, δίπλα στον δίσκο του Nat King Cole) που κυκλοφόρησε το 1956 και ο δίσκος "Eydie in Dixieland" (δίπλα σε αυτόν της Page) της Eydie Gorme που κυκλοφόρησε το 1959!
Η πιο σημαντική σκηνή της ταινίας είναι όταν ο Marty (μαζί με τους “Starlighters”) παίζει το "Johnny B. Goode" (αν και μόνο την πρώτη στροφή), που στην πραγματικότητα, ο Chuck Berry θα πει 3 χρόνια αργότερα! Η φωνή στο τραγούδι δεν είναι του Fox, αλλά ενός άλλου τραγουδιστή, του Mark Campbell, που τότε συμμετείχε σε ένα συγκρότημα που το έλεγαν Jack Mack and the Heart Attack. Παρόλα αυτά ο Fox πήρε δάσκαλο και έκατσε να μάθει λίγο κιθάρα, ώστε να φαίνεται το παίξιμό του ρεαλιστικό.

Ο σχολικός χορός λαμβάνει χώρα στις 12 Νοεμβρίου 1955, ενώ το "Johnny B. Goode" παίχτηκε για πρώτη φορά από τον Chuck Berry τον Μάρτιο του 1958. Ο Marty πριν ξεκινήσει να παίζει λέει την επική ατάκα "All right. This is an oldie, but, uh... well, it's an oldie where I come from...". Κάποια στιγμή κάνει το διάσημο "duckwalk" που εισήγαγε ο Chuck Berry, τον οποίον ο υποτιθέμενος ξάδελφός του, Marvin, παίρνει τηλέφωνο για να τον βάλει να ακούσει «τον ήχο που πάντοτε έψαχνε…». Στην πραγματικότητα βέβαια, ο Chuck Berry είχε ήδη κυκλοφορήσει το υπέροχο rock n roll τραγούδι "Maybellene" (Ιούλιος 1955),  άρα τον ήχο τον είχε ήδη βρει! Στη συνέχεια, ο Marty αρχίζει να σολάρει «σκληραίνοντας» σταδιακά τον ήχο, δημιουργώντας έτσι αμηχανία μέχρι και φόβο στους ακροατές και τους λοιπούς μουσικούς. 


Πρέπει να πούμε ότι μιμείται τέσσερις άλλους διάσημους κιθαρίστες: το στυλ παιξίματος του Eddie Van Halen (χτύπημα με τα δάκτυλα), του Jimi Hendrix (πίσω από κεφάλι), του Angus Young των AC/DC (ξαπλωμένος) και του Pete Townshend (πηδάει με το δεξί χέρι υψωμένο και κλωτσάει τον ηχείο). Όταν ο Marty ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το αποσβολωμένο πλήθος καταλαβαίνει ότι το κοινό δεν ήταν ακόμα έτοιμο για έναν τέτοιο ήχο, αλλά τα παιδιά τους θα τον λατρέψουν. Κι όμως την σκηνή με "Johnny B. Goode" ο Zemeckis ήθελε στην αρχή να την κόψει, γιατί σταματούσε την ροή της ιστορίας! Τελικά, ευτυχώς κάποιος τον έπεισε να την κρατήσει. Για να μπει τελικά στην ταινία βέβαια, χρειάστηκε και η έγκριση του τον Chuck Berry, ο οποίος την έδωσε με δυσκολία και αφού πήρε κάποιο σεβαστό ποσό! 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

The “Happy Days” end "Fonzie" story


Ο Arthur Herbert Fonzarelli, γνωστός ως "Fonzie" ή "The Fonz", είναι ίσως ο πιο διάσημος greaser όλων των εποχών, ο πρωταγωνιστής της αμερικάνικης κωμικής τηλεοπτικής σειράς που άφησε εποχή, Happy Days (1974–1984). Τον ρόλο του Ιταλοαμερικάνου "Fonzie", υποδύθηκε ο εβραϊκής καταγωγής ηθοποιός Henry Winkler.

Η σειρά που προβλήθηκε για πρώτη φορά από τις 15 Ιανουαρίου 1974 με το τελευταίο επεισόδιο να προβάλλεται στις 24 Σεπτεμβρίου 1984 στο ABC, αποτελείτο από συνολικά 255 ημίωρα επεισόδια. Δημιουργήθηκε από τον Garry Marshall και ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες σειρές της τηλεόρασης την δεκαετία του '70. Τόπος και χρόνος οι μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960.  Το Happy Days έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της τηλεόρασης και επηρέασε έντονα το τηλεοπτικό στιλ της εποχής της. Ποιος δεν θυμάται το intro του;


Οι δύο πρώτες σεζόν των Happy Days επικεντρώθηκαν στις εμπειρίες και τα διλήμματα του "αθώου έφηβου" Richie Cunningham, της οικογένειάς του, και των φίλων του από το σχολείο. Στον ρόλο του Richie ο ηθοποιός και μετέπειτα πετυχημένος παραγωγός Ron Howard, (Apollo 13, A Beautiful Mind, The Da Vinci Code) ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει έχοντας έναν παρόμοιο ρόλο και στο “American Graffiti”του 1973.

Η σειρά είχε αρχικά μέτρια επιτυχία και τα νούμερα τηλεθέασης άρχισαν να πέφτουν κατά τη δεύτερη σεζόν, κάνοντας τον Marshall να δώσει έμφαση στο κωμικό κομμάτι και προβάλλοντας τον δευτερεύοντα χαρακτήρα του Fonzie. Μετά από αυτές τις αλλαγές, το  Happy Days έγινε το νούμερο ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση το 1976-1977, ο Fonzie έγινε ένας από τους πιο εμπορικούς χαρακτήρες της δεκαετίας του '70 και ο Henry Winkler έγινε ένα μεγάλο αστέρι στον χώρο του θεάματος.

Γεννημένος σε οικογένεια Ιταλο-Αμερικάνων και εγκαταλελειμμένος από μικρός από τον πατέρα του, ο Fonzie παράτησε το σχολείο και βγήκε στον δρόμο ως juvenile delinquent, μπλέκοντας με μια συμμορία μοτοσικλετιστών με το όνομα Falcons. Στην συνέχεια θα μεταμορφωθεί αφήνοντας την παρανομία και περνώντας τα βράδια του στο Drive-In του Arnold, με τον φίλο του Richie και τους άλλους φίλους του.

Τον Fonz  τον μεγάλωσε η γιαγιά του, και από μικρός έμαθε τι σημαίνει να μην στηρίζεσαι σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό σου. Εξωτερικά είχε την εικόνα του cool και σκληρού rebel, αλλά κάτω από το δερμάτινο μπουφάν του υπήρχε μια τρυφερή καρδιά. Αν και συμπεριφερόταν Παρόλο που ενεργούσε σαν να μην χρειάζεται κανέναν, χάρηκε όταν οι Cunninghams, η οικογένεια του Richie, τον κάλεσαν να ζήσει στο διαμέρισμα πάνω από το γκαράζ τους.

Ο Fonz είχε μεγάλη επιτυχία στα κορίτσια. Αν και με μια του κίνηση μαζεύονταν δίπλα του, παρόλα αυτά μόνο για δύο γυναίκες χτύπησε η καρδιά του – την Pinky Tuscadero, μια οδηγό αυτοκινήτου αγώνων τρακαρίσματος και την Ashley Pfister, μια χήρα που είχε μια μικρή κόρη, την Heather. Ο Fonzie ήρθε πολύ κοντά κάποια στιγμή να τις παντρευτεί, αλλά τελικά παρέμεινε εργένης.

Σε ολόκληρη τη σειρά, ο Fonz εργάστηκε σε πολλές δουλειές. Ξεκίνησε στην Auto Orphanage του Otto, που αργότερα έγινε η Herb's Auto Repairs, και τελικά Bronco's Auto Repairs. Όταν ο Richie και η υπόλοιπη συμμορία αποφοίτησαν από το σχολείο, ο Fonz αποκάλυψε ότι παρακολουθούσε κρυφά το νυχτερινό σχολείο και είχε πάρει το δίπλωμά του. Μετά από αυτό, έγινε καθηγητής στο Επαγγελματικό Γυμνάσιο George S. Patton.

Το 1984, ήταν η τελική εποχή της σειράς, και ο Fonz άφησε πίσω του την πρώιμη εικόνα του επαναστάτη και υιοθέτησε ένα νέο ορφανό αγόρι, τον Danny. Ο πρώην νεαρός εγκληματίας είχε μεγαλώσει και έγινε μεσήλικας οικογενειάρχης.


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

The Drifters story

Οι Drifters υπήρξαν ένα εξαιρετικά επιτυχημένο doo-wop και R&B/soul φωνητικό συγκρότημα από την σύνθεση του οποίου σε όλη την ιστορία του από τον σχηματισμό τους το 1953, πέρασαν ούτε λίγο ούτε πολύ, 60 τραγουδιστές

Οι Drifters χρησίμευσαν για να συνδέσουν το rythm & blues των Fifties με τη μουσική soul των Sixties. 

Σχηματίστηκαν το 1953, σαν backing group για τον Clyde McPhatter που ήταν τενόρος στο συγκρότημα Billy Ward and his Dominoes.

Οι Drifters ήταν η επιτομή του ήχου των φωνητικών γκρουπς της Νέας Υόρκης. Συνδύαζαν τον γλυκό, αλλά σταθερό ήχο του R & B με επιρροές gospel. Το υλικό τους προήλθε από ποικίλες πηγές, όπως τα πετυχημένα δίδυμα των στιχουργών Jerry Leiber - Mike Stoller, Doc Pomus - Mort Shuman και Gerry Goffin - Carole King.

Όλοι τους είχαν έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίοι έγραψαν τραγούδια για την αγάπη και την καθημερινή ζωή στη μεγάλη πόλη. Οι δίσκοι που ηχογράφησαν με τους Leiber και Stoller εισήγαγαν τον ήχο των χορδών και των ρυθμών latin στο λεξιλόγιο της pop μουσικής.

Το όνομα "Drifters" (περιπλανώμενοι) επιλέχθηκε από τον Clyde McPhatter, τον τραγουδιστή με την γλυκιά φωνή που ήταν ο πρώτος σε μια μακρά σειρά από τις lead φωνές. Δεν θα μπορούσε να επιλέξει ένα καλύτερο όνομα, καθώς τα μέλη του συγκροτήματος άλλαζαν συνεχώς από την αρχή. Στην ιστορία του συγκροτήματος έχουμε ως κύριες φωνές: τον McPhatter, τον Ben E. King, τον Rudy Lewis, τον Johnny Moore, τον Bill Pinkney, τον Gerhart Thrasher και τον Charlie Thomas. Παρόλα αυτά, το επίπεδό τους διατηρήθηκε υψηλό σε όλη την καριέρα τους στην Atlantic Records, η οποία διήρκεσε από τα τέλη του 1953 έως τις αρχές του 1966. Μάλιστα ονομάστηκαν από την εταιρία “the all-time greatest Atlantic group.” Κατά το διάστημα αυτό, έβγαλαν πολλούς δίσκους που αποτελούν ορόσημα της γλυκιάς soul μουσικής.

Είχαν νούμερο ένα singles με τρεις διαφορετικούς τραγουδιστές - McPhatter, Moore και King – κάτι που πρέπει να αποτελεί ρεκόρ. Η εποχή των Clyde McPhatter και των Drifters, η οποία διήρκεσε μόνο από το 1953 ως το 1954, μας έδωσε το "Money Honey", το "Honey Love" και το "White Christmas." Η πρωτοποριακή doo-wop εκδοχή του τελευταίου παραμένει δεύτερη σε δημοτικότητα πίσω μόνο από την φημισμένη εκτέλεση του Bing Crosby


Στη συνέχεια, ο McPhatter υπηρέτησε στο στρατό πριν ξεκινήσει μια σόλο καριέρα με την Atlantic. Με τον Ben E. King ως κύριο τραγουδιστή, οι Drifters άρχισαν να δουλεύουν με τους Leiber και Stoller το 1959. 
Ο πρώτος καρπός της συνεργασίας τους ήταν το "There Goes My Baby", ένα κλασικό pop-R & B με δυνατή παρουσία εγχόρδων και ένα ρυθμό “baion” δανεισμένο από latin πηγές. Άλλες επιτυχίες της εποχής του King είναι το “Save the Last Dance for Me,” το μοναδικό single των Drifters που έφτασε στην κορυφή τόσο των pop όσο και των R & B charts και το "This Magic Moment". Ο King επίσης άφησε το συγκρότημα για να ακολουθήσει σόλο καριέρα, τραγουδώντας το "Spanish Harlem" και το "Stand By Me", δύο κλασσικά soul τραγούδια που έχουν αντέξει τη δοκιμασία του χρόνου.




Ο King αντικαταστάθηκε από τον Rudy Lewis, ο οποίος οδήγησε το συγκρότημα στα τρία εκατομμύρια πωλήσεις με το “Up On the Roof”, το 1962.  Ακολούθησε το "On Broadway", ένα άλλο τραγούδι που μιλούσε για την ζωή στη Νέα Υόρκη. Ακριβώς όταν οι Drifters άρχισαν τελικά να απολαμβάνουν μεγάλη μουσική επιτυχία, ο Lewis πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών το 1964 και το συγκρότημα έχασε ακόμα μια μαγική φωνή. Ο Johnny Moore, ο οποίος είχε τραγουδήσει σε μια προηγούμενη έκδοση των Drifters, μπήκε μέσα και το γκρουπ έβγαλε αμέσως το κλασικό "Under the Boardwalk". Αυτή η ανθεκτικότητα ήταν χαρακτηριστική για τους Drifters, επιβεβαιώνοντας το μεγάλο απόθεμα ψυχής και πεποίθησης που είχαν μέσα τους και που ήταν εμφανές από τις ηχογραφήσεις τους.


Ο Ben E. King (γεννημένος στις 28 Σεπτεμβρίου 1938 στο Henderson της Βόρειας Καρολίνας), πέθανε στις 3 Απριλίου 2015. Ο Clyde McPhatter (γεννημένος στις 15 Νοεμβρίου 1932 στο Durham της Βόρειας Καρολίνας), πέθανε στις 13 Ιουνίου 1972. Ο  Johnny Moore (γεννημένος στις 14 Δεκεμβρίου 1934), πέθανε στις 30 Δεκεμβρίου 1998. Ο Bill Pinkney (γεννημένος στις 15 Αυγούστου 1925), πέθανε στις 4 Ιουλίου 2007. Ο Charlie Thomas (γεννημένος στις 7 Απριλίου 1937) ζει! Ο Gerhart Thrasher (πέθανε το 1977).