Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

The Cliff Richard story



Ο Cliff Richard ήταν ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης που ξεπήδησε στην Αγγλία στη δεκαετία του ‘50 και επηρέσε δεκάδες άλλους μουσικούς. Ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα) αν και ποτέ του δεν μπόρεσε να «πιάσει» στην Αμερική, ο Richard χαρακτηρίστηκε αρχικά σαν η απάντηση των Άγγλων στον Elvis Presley αλλά αργότερα, όπως κι ο Elvis, θα έριχνε αρκετό νερό στο κρασί του με αποτέλεσμα να θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά εκτελεστές της σώου μπίζνες.

Γεννήθηκε σαν Harry Rodger Webb στο Λάκναου (Lucknow), της Ινδίας στις 14 Οκτωβρίου του 1940 και σαν γύρισε η οικογένειά του στην Αγγλία ήταν οκτώ χρονών. Εγκατασταθήκανε στο Τάεσχαντ του Χερντφορντσάιρ και ο μικρός Harry γράφτηκε στο τοπικό σχολείο, όπου τραγουδούσε με ένα φωνητικό συγκρότημα, τους Quintones - δυό αγόρια και τρία κορίτσια.

Το 1957 είδε τον Bill Haley σε μια εμφάνισή του στο Λονδίνο και, τελειώνοντας το σχολείο την ίδια χρονιά, μπήκε σ’ ένα συγκρότημα skiffle που είχε σχηματίσει ο Dick Teague. Η φιλοδοξία του Webb να σχηματίσει ένα συγκρότημα rock and roll, τον έκανε να εγκαταλείψει σύντομα τους Dick Teague Skiffle Group, παίρνοντας μαζί του το γείτονά του και ντράμμερ του συγκροτήματος, Terry Smart. Με τον ο Webb είχε μάθει λίγη κιθάρα και έτσι, με τον Smart στα ντραμς και ένα άλλο παιδί της περιοχής, τον Ken Pavey, σχημάτισε τους Drifters (καμμιά σχέση με το διάσημο μαύρο αμερικάνικο συγκρόημα). Το συγκρότημα απόκτησε μεγάλη δημοτικότητα στην περιοχή και έπαιξε μερικές φορές στο περίφημο κλάμπ «Two Is», στο Σόχο του Λονδίνου. Παίζοντας εκεί, ένα βράδυ, συναντηθήκανε με τον Ian ‘Sammy’ Samwell που προστέθηκε κι’ αυτός στη σύνθεση.

Καθώς οι Drifters γίνονταν όλο και περισσότερο δημοφιλείς και ο Webb ασχολιόταν όλο και περισσότερο με το τραγούδι, πιστεύανε πως θα ήτανε σκόπιμο να αλλάξουνε το όνομα του συγκροτήματος για να μη μοιάζει μ’ αυτό του αμερικάνικου γκρουπ. Ο John Foster πού έκλεινε χώρους για εμφανίσεις για το συγκρότημα στο Λονδίνο, πρότεινε ο Harry Webb να αλλάξει το όνομά του σε Cliff Richard - έτσι το γκρουπ συνέχισε σαν Cliff Richard and the Drifters.

Σαν μάνατζερ βρέθηκε τελικά ο George Canjou, που τους εξασφάλισε εμφανίσεις τεσσάρων εβδομάδων στην κατασκήνωση Holiday Camp του Μπάτλιν και τους έπεισε να ηχογραφήσουνε ένα δοκιμαστικό δίσκο (το ‘Breathless’, με φλιπ το‘Lawdy Miss Clawdy’) που έστειλε στον Norrie Paramor, υπεύθυνο νέων ταλέντων στην εταιρία της ΕΜI, την Columbiaι. Ο Paramor έμεινε ικανοποιημένος από τον ήχο του συγκροτήματος και αποφάσισε να το βάλει να ηχογραφήσει το ‘Schoolboy Crash’ του Bobby Helms. Η δεύτερη πλευρά περιλάμβανε ένα γρήγορο κομμάτι που είχε γράψει ο Ian Samwell, με τίτλο Move It.

Ο δίσκος έφτασε στο τηλεοπτικό σώου του Jack Good ‘Οh, Boy!». Ο Good συμφώνησε να παρουσιάσει το γκρουπ, αλλά ζήτησε από τον Richard να εγκαταλείψει τις μιμήσεις του Elvis - να κόψει τις φαβορίτες του και να εγκαταλείψει την κιθάρα που φορούσε περασμένη γύρω από το λαιμό του αλλά δεν έπαιζε σχεδόν ποτέ.

Στις 15 Σεπτέμβρη του 1958, ο Richard και οι Drifters πραγματοποιήσανε την πρώτη τους εμφάνιση στο «Oh Boy!» και, δύο βδομάδες αργότερα, το ‘Move It’, που στο μεταξύ είχε προωθηθεί σαν πρώτη πλευρά, μπήκε στα εγγλέζικα τοπς για να φτάσει τελικά το νούμερο 2.

Το "Move It" θεωρείται το πρώτο αυθεντικό βρετανικό rock and roll τραγούδι και ο John Lennon είχε πει ότι πριν από τον Cliff και τους Shadows δεν υπήρχε τίποτα που να αξίζει στην βρετανική μουσική.

Οι Drifters αλλάξανε τελικά το όνομά τους - για να αποφύγουνε τη σύγχυση με το αμερικάνικο συγκρότημα σε Shadows και το 1959 περιλαμβάνανε στη σύνθεσή τους Bruce Welch, Jet Harris, Tony Meehan και Hank Marvin. Ο Samwell είχε φύγει από το γκρουπ για να αφοσιωθεί στη σύνθεση και - αργότερα - στην παράγωγή.

Από την αρχή, όλοι συγκρίνανε τον Richard με τον Elvis Presley - και μολονότι δεν υπήρχανε πολλά κοινά σημεία, είναι γεγονός πως οι πρώτοι δίσκοι του Άγγλου καλλιτέχνη, όπως το ‘Move It’, τοHigh Class Baby και το πρώτο του άλμπουμ «Cliff», έχουνε μεγάλη ενεργητικότητα και αποδεικνύουνε πως, αντίθετα με μερικούς άλλους Άγγλους καλλιτέχνες που προσπαθήσανε άδικα να παραστήσουνε το αστέρι του rock and roll - όπως ο Tommy Steele λόγου χάρη ό Richard καταλάβαινε το ροκ.

Αν και τα ‘Move It’ και ‘High Class Baby’ είναι αυθεντικά δυναμικά rock and roll κομμάτια, για μένα το κορυφαίο του Cliff Richard είναι το "Choppin' 'n' Changin'", από το δίσκο ‘Me and My Shadows’ του 1960.

Από το ‘Move It’ μέχρι σήμερα, ο Richard ηχογράφησε μια σειρά από πάνω από 55 επιτυχίες, ρεκόρ σχεδόν απλησίαστο για την αγγλική πραγματικότητα. Ο δεύτερος μικρός δίσκος του ήτανε το ‘High Class Bay’, που έφτασε μέχρι το νούμερο 7, μέσα στο 1957, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε ο τρίτος του μικρός δίσκος, το ‘Never Mind/ Mean Streak’ που ανέβηκε μέχρι το νούμερο 8 και δυο ακόμα σινγκλς που σκαρφαλώσανε και τα δυο στην πρώτη θέση του εγγλέζικου τοπ - τα ‘LivinDoll’ και ‘TravellinLight’.

Μέσα στο 1959, επίσης, ο Richard πήρε ένα μικρό ρόλο στην ταινία ‘Serious Charg’ τραγουδώντας τρία τραγούδια - μεταξύ τους και το ‘LivinDoll’. Το κομμάτι αυτό πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και, πέρα από την πρώτη θέση που κατάλαβε στην Αγγλία, έφτασε μέχρι το νούμερο 30 στο αμερικάνικο τοπ - τη μεγαλύτερη θέση που έχει κερδίσει ποτέ στην Αμερική ο Άγγλος καλλιτέχνης, με την εξαίρεση του ‘Dene Woman’ του 1976 (τoπ-20 στην Αμερική). Το 1960 έκανε περιοδεία στην Αμερική με μικρή επιτυχία και εμφανίστηκε στο φιλμ ‘Expresso Bongo’, ενώ την ίδια χρονιά μπήκανε στο εγγλέζικο τοπ οι μικροί δίσκοι του ‘A Voice In the Wilderness’ (νούμερο 2), «Expresso Bongo’, ‘Fail With Love You / Willie’ (νούμερο 2), ‘Please Dont Tease’ (νούμερο 1), ‘Nine Times Out Of Ten’ (νούμερο 2) και ‘I Love You’ (νούμερο 2).

Από κει και έπειτα, ο Cliff Richard όπως κι’ ο Elvis Presley, φάνηκε να χάνει την ενεργητικότητα και το δυναμισμό του και, εκμεταλλευόμενος τη ζεστή φωνή του, παρουσίασε βασικά δίσκους που ικανοποιούσαν τους νέους, αλλά δεν προκαλούσαν άσχημα αισθήματα στους μεγαλύτερους (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Παράλληλα, όπως ο Presley, ο Richard γύρισε μια σειρά από ταινίες (συνήθως καλύτερες, ποιοτικά, από του Elvis) μια από τις οποίες (το ‘Summer Holiday’) γυρίστηκε στην Ελλάδα.



Το 1968, εκπροσώπησε την Μ. Βρετανία στο διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision με το "Congratulations", αλλά έχασε με μόλις ένα βαθμό από την Ισπανία και το «La La La».

Συνολικά, ο Richard έχει κερδίσει μέχρι σήμερα τέσσερις χρυσούς δίσκους και 21 ασημένιους. Είχε κατά καιρούς δικό του σώου στην τηλεόραση και θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο «καθιερωμένα» ονόματα της σύγχρονης μουσικής - ένας πραγματικός θεσμός.

Ο Richard έγραψε και πολλά gospel τραγούδια και από νωρίς έκανε γνωστή την χριστιανική του πίστη. Αγγλικανός στο θρήσκευμα, ο Richard, το 1964, άρχισε να συμμετέχει ενεργά στα της πίστης. Μάλιστα, αρχικά, πίστευε ότι έπρεπε να κόψει το rock and roll και ότι δεν μπορούσε πλέον να είναι ο rocker που τον είχαν ονομάσει «επιδειξία» και «πολύ σέξι για την τηλεόραση» και «απειλή για τους γονείς». Μετά την αλλαγή του ο Richard ήθελε να αλλάξει τους τρόπους του και να γίνει δάσκαλος, αλλά οι χριστιανοί φίλοι του τον συμβούλευσαν να μην εγκαταλείψει την καριέρα του μόνο και μόνο επειδή είχε γίνει Χριστιανός. Λίγο μετά, ο Richard επανεμφανίστηκε, μαζί με χριστιανικά γκρουπς και ηχογράφησε κάποιο χριστιανικό μουσικό υλικό. Ηχογράφησε ακόμα κάποια ‘κοσμικά’ τραγούδια με τους Shadows, αλλά ήδη αφιέρωνε πολύ χρόνο του σε χριστιανικές δραστηριότητες, ενώ είχε ακολουθήσει τον διάσημο ευαγγελιστή Billy Graham στις εξορμήσεις του. Με το πέρασμα του χρόνου ο Richard βρήκε μία ισορροπία μεταξύ της πίστης και της δουλειάς του.

Ο Richard χρίστηκε ιππότης από την Βασίλισσα στις 25 Οκτωβρίου 1995 και ήταν ο πρώτος ροκ σταρ που έλαβε αυτή τη τιμή (ο Bob Geldof έλαβε και αυτός τον τιμητικό τίτλο του ιππότη εννέα χρόνια νωρίτερα, αλλά επειδή δεν είναι Βρετανός , αλλά Ιρλανδός, δεν του επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τον τίτλο ‘Sir’).

Ένα νέο άλμπουμ από τον Richard και τους Shadows κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2009. Έχοντας τον τίτλο Reunited’, ήταν η πρώτη τους δουλειά σε studio μετά από σαράντα χρόνια. Στα 28 κομμάτια υπάρχουν 25 νέες ηχογραφήσεις των προηγούμενων κλασικών τους επιτυχιών, με τρία "νέα" κομμάτια, εκείνης της εποχής, το "Singing the Blues", το "C'mon Everybody" και το "Sea Cruise".

Αν και ποτέ δεν παντρεύτηκε, ο Richard σπάνια έζησε μόνος του. Για πολλά χρόνια ζούσε με το διευθυντή του, Bill Latham, και με τη φίλη του Latham. Τώρα ζει με ένα πρώην καθολικό ιερέα, τον John McElynn, που είναι manager της περιουσίας του Ρίτσαρντ μένει στο σπίτι και φροντίζει τα ακίνητα, όταν ο Richard λείπει. Ο Richard περιγράφει τον McElynn ως ένα 'στενό φίλο' ο οποίος έχει γίνει σαν σύντροφος, ενώ έχει αρνηθεί ότι είναι ομοφυλόφιλος, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

"That's All Right Mama " – Elvis Presley (1954)


Το τραγούδι γράφτηκε από τον μαύρο μπλουζίστα Arthur "Big Boy" Crudup, (1905 – 1974) και ηχογραφήθηκε ως "That's All Right" από τον ίδιο στο Σικάγο στις 6 Σεπτεμβρίου 1946.

Στις αρχές Μαρτίου του 1949, το τραγούδι επανακυκλοφόρησε με τον τίτλο, "That's All Right, Mama" και ήταν ο πρώτος rhythm and blues δίσκος 45 στροφών της RCA σε φωτεινό πορτοκαλί βινύλιο.

Εδώ η αυθεντική ηχογράφηση του Crudup

Η εκτέλεση του τραγουδιού από τον Elvis Presley ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1954, και κυκλοφόρησε μαζί με το " Blue Moon of Kentucky ", που ήταν το b-side.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε ως "That's All Right" (χωρίς το "Mama" από τον αρχικό τίτλο), και με ονόματα των ερμηνευτών τους: Elvis Presley, Scotty και Bill.

Μια country εκδοχή του τραγουδιού από τον Marty Robbins έφτασε στο νούμερο 7 στον Billboard Hot Country Singles chart το 1955.

Κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης στο Sun Studio το βράδυ της 5 του Ιουλίου του 1954, ο Presley, ο Moore, και ο Black έκαναν ένα διάλειμμα όταν ο Presley άρχισε να παίζει μια up-tempo εκδοχή του τραγουδιού του Arthur Crudup. Ο Black ακολούθησε με το κοντραμπάσο του, και σύντομα ενώθηκε και ο Moore με την κιθάρα. Ο παραγωγός Sam Phillips, αιφνιδιάστηκε από αυτήν την ξαφνική ζωντανή ατμόσφαιρά και ζήτησε από τους τρεις τους να αρχίσουν και πάλι έτσι ώστε να μπορέσει να το ηχογραφήσει.

Η ηχογράφηση δεν περιλαμβάνει ντραμς και φαίνεται σαν «ζωντανή» ηχογράφηση. Το επόμενο βράδυ το τρίο έγραψε το "Blue Moon of Kentucky» με παρόμοιο στυλ....

Η ηχογράφηση αυτή ήταν η πέμπτη επίσκεψη του Presley στο Studio της Sun. Οι δύο πρώτες επισκέψεις του ήταν το καλοκαίρι του 1953 και τον Ιανουάριο του 1954, ενώ ακολούθησαν άλλες δύο ακόμη επισκέψεις το καλοκαίρι του 1954.

Κατά την λήξη της ηχογράφησης, σύμφωνα με τον Scotty Moore, ο Bill Black είπε "Damn! Βάλτε το στο ραδιόφωνο και θα μας διώξουν με τις κλωτσιές από την πόλη."

Ο Sam Phillips έδωσε αντίγραφα της ηχογράφησης στους τοπικούς disc jockeys Dewey Phillips του WHBQ, τον Uncle Richard του WMPS και τον Sleepy Eyed John Lepley του WHHM. Στις 7 Ιουλίου, 1954, ο Dewey Phillips το έπαιξε στην δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή του "Red, Hot & Blue".

Στο άκουσμα της είδησης ​​ότι ο Dewey επρόκειτο να παίξει το τραγούδι του, ο Presley πήγε στο τοπικό κινηματογράφο για να ηρεμήσουν τα νεύρα του.

Το ενδιαφέρον για τον δίσκο ήταν τόσο έντονο που ο Dewey έπαιξε σύμφωνα με πληροφορίες το δίσκο δεκατέσσερις φορές και έλαβε πάνω από σαράντα τηλεφωνικές κλήσεις. Ο Presley πείστηκε να πάει στο σταθμό για μία on-air συνέντευξη εκείνη τη νύχτα. Χωρίς να ξέρει ότι το μικρόφωνο ήταν ανοικτό εκείνη τη στιγμή, ο Presley απάντησε στην ερώτηση του Dewey, για το σε ποιο σχολείο πήγαινε και έτσι με έμμεσο τρόπο το κοινό μάθαινε τη φυλή του Presley.

Το "That's All Right" κυκλοφόρησε επίσημα στις 19 Ιουλίου του 1954 και πούλησε περίπου είκοσι χιλιάδες αντίτυπα.


Από το Louisiana Hayride (1954)



Από το '68 Comeback Special (1968)

Live in Studio (1970)

Live in Madison Square Garden New York (1972)

Live (1976)

Live - Omaha (1977)

Carl Perkins (1987)

Stray Cats & J. Halliday (1984)

Scotty Moore & Eric Clapton (2004)

Faith Hill (!!!!)

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

The Blasters


Είναι περίεργο πως οι Blasters, ένα από τα πιο αξιόλογα και πιο δυναμικά rock and roll συγκροτήματα της μετά ‘50’s εποχής, δεν γνώρισαν την επιτυχία που άξιζαν.

Οι Blasters σχηματίστηκαν το 1979 στο Downey της Καλιφόρνια, από τους αδελφούς Phil Alvin (φωνητικά και κιθάρα) και Dave Alvin (κιθάρα), τον μπασίστα / κιθαρίστα John Bazz και τον ντράμερ Bill Bateman. Ο Phil Alvin εξήγησε την προέλευση του ονόματος της μπάντας: "Νόμιζα ότι το backup συγκρότημα του Joe Turner για την Atlantic Records ότι λέγονταν Blues Blasters. Έβγαλα το ‘Blues’και ο Joe μου έδωσε την άδεια να το χρησιμοποιήσω».

Η μουσική που παίζουν την περιγράφουν οι ίδιοι ως "American Music", ένα μίγμα από blues, rockabilly, παλιό καλό rock and roll, punk rock, mountain music και rhythm and blues. Παρά την εξαιρετική μουσική τους, τους πιστούς οπαδούς και σε μεγάλο βαθμό τις θετικές κριτικές, η mainstream επιτυχία τους ήταν περιορισμένη. Ο κριτικός Mark Deming έγραψε από αυτούς, "οι Blasters εμφανίζουν μια ευρεία ποικιλία μουσικών [και] ήταν ένα εξαιρετικά σφιχτό και καλαίσθητο συγκρότημα με αρκετή φωτιά, μυαλό, και πάθος που έκανε για δύο ή τρία συγκροτήματα."

Οι αδελφοί Alvin είχαν ένα πρώιμο ενδιαφέρον για τη μουσική μπλουζ, και παρακολουθούσαν συναυλίες των T-Bone Walker, Big Joe Turner και άλλων, μερικές φορές παίζοντας και αυτοί μαζί τους. Ο Phil Alvin θυμάται ότι η μητέρα του τον πήγε στα παρασκήνια για να πάρει μαθήματα φυσαρμόνικας από τον Sonny Terry, όταν ο Φιλ ήταν ακόμα παιδί. Ο θρύλος του rhythm και blues σαξόφωνου Lee Allen συμμετείχε με τους Blasters σε δύο άλμπουμ και περιόδευσε με την αρχική μπάντα μέχρι το θάνατό του το 1994.

Ο Steve Berlin (που πήγε αργότερα στους Los Lobos) συμμετείχε και αυτός παίζοντας βαρύτονο σαξόφωνο, και ο Gene Taylor εντάχθηκε επίσης, παίζοντας Boogie Woogie στιλ πιάνο.


The Blasters - Marie Marie by beatnickbandit

Οι εκρηκτικές live παραστάσεις των Blasters κέρδισαν το τοπικό κοινό και έγιναν γνωστοί τη δεκαετία του 1980 στο Λος Άντζελες στην πανκ ροκ σκηνή, παίζοντας μαζί με τους X, Black Flag, The Gun Club, The Screamers και άλλους. Ο πρώην τραγουδιστής των Black Flag, Henry Rollins, είπε για τους Blasters, «Στο μυαλό μου, ήταν μια μεγάλη μπάντα την οποία αρκετοί άνθρωποι δεν έμαθαν. Ο Bateman είναι ένας από τους καλύτερους drummers, και φυσικά, υπάρχουν και οι αδελφοί Alvin. Πολύ ταλέντο για ένα συγκρότημα. "

Ωραίο βίντεο (κακός ήχος) από την Φιλανδία, με τον Billy Zoom των Χ:

Οι Blasters περιόδευαν σχεδόν συνεχώς για ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους. Για ένα συγκεκριμένο μήνα, περιόδευαν με τους πρωτοπόρους του psychobilly, τους Cramps, και τους αναβιωτές του western swing, τους Asleep at the Wheel. Οι Blasters περιόδευσαν με τους Los Lobos και τον Dwight Yoakam, ο οποίος έκανε αργότερα μία μικρή επιτυχία τη δική του εκδοχή του «Long White Cadillac» του Dave Alvin

Το τραγούδι τους «Dark Night» έπαιξε σε ένα επεισόδιο του Miami Vice το1985, και κέρδισαν περισσότερη προβολή στην ταινία απέκτησαν περισσότερη έκθεση στο Walter Streets ταινία Streets of Fire(1984) που έπαιξαν δύο τραγούδια για το soundtrack (το One Bad Stud και το Blue Shadows) καθώς και εμφανίζονται οι ίδιοι στην ταινία.

Το 1987 το "Marie, Marie" ακούστηκε στην ταινία "Someone To Watch Over Me" του Ridley Scott με πρωταγωνιστή τον Τομ Berenger. Το 1988 το "So Long Baby, Goodbye" ακούστηκε στην ταινία ‘Bull Durham’ με τον Kevin Costner και το 1996 εμφανίστηκαν στην ταινία του Quentin Tarantino, ‘From Dusk Till Dawn’.


Αυτό το (διπλό) CD άλμπουμ πάρτε το!

Ο Dave Alvin, έφυγε από το συγκρότημα το 1986 για σόλο καριέρα. Αρχικά αντικαταστάθηκε στην κιθάρα από το Hollywood Fats. Το τωρινό σχήμα είναι: Phil Alvin, John Bazz, Keith Wyatt και Bill Bateman.

Ο Phil Alvin, μετά την διάλυση των Blasters το 1986, κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, το ‘Un "Sung" Stories’ και επέστρεψε στις μεταπτυχιακές του σπουδές για να ακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό στα μαθηματικά και την τεχνητή νοημοσύνη. Κέρδισε τελικά το διδακτορικό του από το UCLA.


Με τον Sonny Burgess