Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

"That's All Right Mama " – Elvis Presley (1954)


Το τραγούδι γράφτηκε από τον μαύρο μπλουζίστα Arthur "Big Boy" Crudup, (1905 – 1974) και ηχογραφήθηκε ως "That's All Right" από τον ίδιο στο Σικάγο στις 6 Σεπτεμβρίου 1946.

Στις αρχές Μαρτίου του 1949, το τραγούδι επανακυκλοφόρησε με τον τίτλο, "That's All Right, Mama" και ήταν ο πρώτος rhythm and blues δίσκος 45 στροφών της RCA σε φωτεινό πορτοκαλί βινύλιο.

Εδώ η αυθεντική ηχογράφηση του Crudup

Η εκτέλεση του τραγουδιού από τον Elvis Presley ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1954, και κυκλοφόρησε μαζί με το " Blue Moon of Kentucky ", που ήταν το b-side.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε ως "That's All Right" (χωρίς το "Mama" από τον αρχικό τίτλο), και με ονόματα των ερμηνευτών τους: Elvis Presley, Scotty και Bill.

Μια country εκδοχή του τραγουδιού από τον Marty Robbins έφτασε στο νούμερο 7 στον Billboard Hot Country Singles chart το 1955.

Κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης στο Sun Studio το βράδυ της 5 του Ιουλίου του 1954, ο Presley, ο Moore, και ο Black έκαναν ένα διάλειμμα όταν ο Presley άρχισε να παίζει μια up-tempo εκδοχή του τραγουδιού του Arthur Crudup. Ο Black ακολούθησε με το κοντραμπάσο του, και σύντομα ενώθηκε και ο Moore με την κιθάρα. Ο παραγωγός Sam Phillips, αιφνιδιάστηκε από αυτήν την ξαφνική ζωντανή ατμόσφαιρά και ζήτησε από τους τρεις τους να αρχίσουν και πάλι έτσι ώστε να μπορέσει να το ηχογραφήσει.

Η ηχογράφηση δεν περιλαμβάνει ντραμς και φαίνεται σαν «ζωντανή» ηχογράφηση. Το επόμενο βράδυ το τρίο έγραψε το "Blue Moon of Kentucky» με παρόμοιο στυλ....

Η ηχογράφηση αυτή ήταν η πέμπτη επίσκεψη του Presley στο Studio της Sun. Οι δύο πρώτες επισκέψεις του ήταν το καλοκαίρι του 1953 και τον Ιανουάριο του 1954, ενώ ακολούθησαν άλλες δύο ακόμη επισκέψεις το καλοκαίρι του 1954.

Κατά την λήξη της ηχογράφησης, σύμφωνα με τον Scotty Moore, ο Bill Black είπε "Damn! Βάλτε το στο ραδιόφωνο και θα μας διώξουν με τις κλωτσιές από την πόλη."

Ο Sam Phillips έδωσε αντίγραφα της ηχογράφησης στους τοπικούς disc jockeys Dewey Phillips του WHBQ, τον Uncle Richard του WMPS και τον Sleepy Eyed John Lepley του WHHM. Στις 7 Ιουλίου, 1954, ο Dewey Phillips το έπαιξε στην δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή του "Red, Hot & Blue".

Στο άκουσμα της είδησης ​​ότι ο Dewey επρόκειτο να παίξει το τραγούδι του, ο Presley πήγε στο τοπικό κινηματογράφο για να ηρεμήσουν τα νεύρα του.

Το ενδιαφέρον για τον δίσκο ήταν τόσο έντονο που ο Dewey έπαιξε σύμφωνα με πληροφορίες το δίσκο δεκατέσσερις φορές και έλαβε πάνω από σαράντα τηλεφωνικές κλήσεις. Ο Presley πείστηκε να πάει στο σταθμό για μία on-air συνέντευξη εκείνη τη νύχτα. Χωρίς να ξέρει ότι το μικρόφωνο ήταν ανοικτό εκείνη τη στιγμή, ο Presley απάντησε στην ερώτηση του Dewey, για το σε ποιο σχολείο πήγαινε και έτσι με έμμεσο τρόπο το κοινό μάθαινε τη φυλή του Presley.

Το "That's All Right" κυκλοφόρησε επίσημα στις 19 Ιουλίου του 1954 και πούλησε περίπου είκοσι χιλιάδες αντίτυπα.


Από το Louisiana Hayride (1954)



Από το '68 Comeback Special (1968)

Live in Studio (1970)

Live in Madison Square Garden New York (1972)

Live (1976)

Live - Omaha (1977)

Carl Perkins (1987)

Stray Cats & J. Halliday (1984)

Scotty Moore & Eric Clapton (2004)

Faith Hill (!!!!)

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

The Blasters


Είναι περίεργο πως οι Blasters, ένα από τα πιο αξιόλογα και πιο δυναμικά rock and roll συγκροτήματα της μετά ‘50’s εποχής, δεν γνώρισαν την επιτυχία που άξιζαν.

Οι Blasters σχηματίστηκαν το 1979 στο Downey της Καλιφόρνια, από τους αδελφούς Phil Alvin (φωνητικά και κιθάρα) και Dave Alvin (κιθάρα), τον μπασίστα / κιθαρίστα John Bazz και τον ντράμερ Bill Bateman. Ο Phil Alvin εξήγησε την προέλευση του ονόματος της μπάντας: "Νόμιζα ότι το backup συγκρότημα του Joe Turner για την Atlantic Records ότι λέγονταν Blues Blasters. Έβγαλα το ‘Blues’και ο Joe μου έδωσε την άδεια να το χρησιμοποιήσω».

Η μουσική που παίζουν την περιγράφουν οι ίδιοι ως "American Music", ένα μίγμα από blues, rockabilly, παλιό καλό rock and roll, punk rock, mountain music και rhythm and blues. Παρά την εξαιρετική μουσική τους, τους πιστούς οπαδούς και σε μεγάλο βαθμό τις θετικές κριτικές, η mainstream επιτυχία τους ήταν περιορισμένη. Ο κριτικός Mark Deming έγραψε από αυτούς, "οι Blasters εμφανίζουν μια ευρεία ποικιλία μουσικών [και] ήταν ένα εξαιρετικά σφιχτό και καλαίσθητο συγκρότημα με αρκετή φωτιά, μυαλό, και πάθος που έκανε για δύο ή τρία συγκροτήματα."

Οι αδελφοί Alvin είχαν ένα πρώιμο ενδιαφέρον για τη μουσική μπλουζ, και παρακολουθούσαν συναυλίες των T-Bone Walker, Big Joe Turner και άλλων, μερικές φορές παίζοντας και αυτοί μαζί τους. Ο Phil Alvin θυμάται ότι η μητέρα του τον πήγε στα παρασκήνια για να πάρει μαθήματα φυσαρμόνικας από τον Sonny Terry, όταν ο Φιλ ήταν ακόμα παιδί. Ο θρύλος του rhythm και blues σαξόφωνου Lee Allen συμμετείχε με τους Blasters σε δύο άλμπουμ και περιόδευσε με την αρχική μπάντα μέχρι το θάνατό του το 1994.

Ο Steve Berlin (που πήγε αργότερα στους Los Lobos) συμμετείχε και αυτός παίζοντας βαρύτονο σαξόφωνο, και ο Gene Taylor εντάχθηκε επίσης, παίζοντας Boogie Woogie στιλ πιάνο.


The Blasters - Marie Marie by beatnickbandit

Οι εκρηκτικές live παραστάσεις των Blasters κέρδισαν το τοπικό κοινό και έγιναν γνωστοί τη δεκαετία του 1980 στο Λος Άντζελες στην πανκ ροκ σκηνή, παίζοντας μαζί με τους X, Black Flag, The Gun Club, The Screamers και άλλους. Ο πρώην τραγουδιστής των Black Flag, Henry Rollins, είπε για τους Blasters, «Στο μυαλό μου, ήταν μια μεγάλη μπάντα την οποία αρκετοί άνθρωποι δεν έμαθαν. Ο Bateman είναι ένας από τους καλύτερους drummers, και φυσικά, υπάρχουν και οι αδελφοί Alvin. Πολύ ταλέντο για ένα συγκρότημα. "

Ωραίο βίντεο (κακός ήχος) από την Φιλανδία, με τον Billy Zoom των Χ:

Οι Blasters περιόδευαν σχεδόν συνεχώς για ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους. Για ένα συγκεκριμένο μήνα, περιόδευαν με τους πρωτοπόρους του psychobilly, τους Cramps, και τους αναβιωτές του western swing, τους Asleep at the Wheel. Οι Blasters περιόδευσαν με τους Los Lobos και τον Dwight Yoakam, ο οποίος έκανε αργότερα μία μικρή επιτυχία τη δική του εκδοχή του «Long White Cadillac» του Dave Alvin

Το τραγούδι τους «Dark Night» έπαιξε σε ένα επεισόδιο του Miami Vice το1985, και κέρδισαν περισσότερη προβολή στην ταινία απέκτησαν περισσότερη έκθεση στο Walter Streets ταινία Streets of Fire(1984) που έπαιξαν δύο τραγούδια για το soundtrack (το One Bad Stud και το Blue Shadows) καθώς και εμφανίζονται οι ίδιοι στην ταινία.

Το 1987 το "Marie, Marie" ακούστηκε στην ταινία "Someone To Watch Over Me" του Ridley Scott με πρωταγωνιστή τον Τομ Berenger. Το 1988 το "So Long Baby, Goodbye" ακούστηκε στην ταινία ‘Bull Durham’ με τον Kevin Costner και το 1996 εμφανίστηκαν στην ταινία του Quentin Tarantino, ‘From Dusk Till Dawn’.


Αυτό το (διπλό) CD άλμπουμ πάρτε το!

Ο Dave Alvin, έφυγε από το συγκρότημα το 1986 για σόλο καριέρα. Αρχικά αντικαταστάθηκε στην κιθάρα από το Hollywood Fats. Το τωρινό σχήμα είναι: Phil Alvin, John Bazz, Keith Wyatt και Bill Bateman.

Ο Phil Alvin, μετά την διάλυση των Blasters το 1986, κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, το ‘Un "Sung" Stories’ και επέστρεψε στις μεταπτυχιακές του σπουδές για να ακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό στα μαθηματικά και την τεχνητή νοημοσύνη. Κέρδισε τελικά το διδακτορικό του από το UCLA.


Με τον Sonny Burgess


Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Hillbilly music


Η Hillbilly είναι ένα είδος λαϊκής folk μουσικής που προέρχεται από τις ορεινές περιοχές των νοτίων πολιτειών των ΗΠΑ, η οποία συνδυάζει στοιχεία λαϊκής μουσικής, με κυρίαρχα όργανα το μπάντζο, το βιολί και τη κιθάρα.

Η παλιά αμερικάνικη παραδοσιακή μουσική έχει τις ρίζες της στην παραδοσιακή μουσική πολλών χωρών, όπως της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας, ενώ σε ορισμένες περιοχές της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Η Hillbilly κάποτε θεωρείτο αυτό που είναι σήμερα γνωστή ως μουσική country.

Ο πιανίστας της country, Al Hopkins χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο Hillbilly μουσική το 1925 και αυτός για κάποια χρόνια ήταν ο αποδεκτός όρος για τη Country & Western μουσική.

Ήδη από τη δεκαετία του 1920, υπήρχαν δίσκοι από μια μπάντα με το όνομα ‘Beverly Hillbillies’ ενώ οι Delmore Brothers’ ηχογράφησαν το "Boogie Hillbilly" το 1946.

Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 χρησιμοποίησε τον όρο "hillbilly" για να περιγράψει μπάντες με βιολιά και έγχορδα, και ο περίφημος bluegrass βιολιστής Vassar Clements περιέγραψε αυτό το ύφος της μουσικής ως «hillbilly τζαζ». Τελικά, ο όρος έγινε συνώνυμο με την παραδοσιακή μουσική της περιοχής των Απαλλάχιων βουνών, αν και οι ίδιοι οι μουσικοί της περιοχής δεν χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν τη μουσική τους.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγιναν δημοφιλή τραγούδια που συνδύαζαν την hillbilly και την αφρο-αμερικανική μουσική και έγινε γνωστά ως hillbilly boogie και αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ως rockabilly.