Ο Billy Fury
ήταν ένας από τους πρωτοπόρους Άγγλους rock and roll
τραγουδιστές με ιδιαίτερη επιτυχία από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του
1960.
Ένας συνδυασμός αρρενωπότητας, καλής φωνής και μουσικού ταλέντου,
βοήθησαν τον Fury να γίνει ένα μεγάλο αστέρι του ροκ και ρολ. Οι πρώτες του
σκηνικές παρουσίες λογοκρίθηκαν γιατί θεωρήθηκαν ότι παρά ήταν σεξουαλικές. Ο Fury ισοφάρισε
το ρεκόρ των Beatles με
24 hits στη δεκαετία
του 1960.
Ο Fury γεννήθηκε ως Ronald Wycherley στο Λίβερπουλ. Ξεκίνησε από μικρός μαθήματα μουσικής στο
πιάνο και αγόρασε την πρώτη του κιθάρα στην ηλικία των 14 ετών. Σχημάτισε την πρώτη
του μπάντα το 1955, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν
σε ρυμουλκό και αργότερα ως λιμενεργάτης. Κέρδισε σε ένα διαγωνισμό ταλέντων
και το 1958 άρχισε να συνθέτει τα δικά του τραγούδια. Συνάντησε τον μουσικό παραγωγό Larry Parnes στο θέατρο Essoldo με την ελπίδα να
δείξει ενδιαφέρον ο διάσημος τότε τραγουδιστής Marty Wilde (πατέρας
της Kim Wilde)
για κάποια τραγούδια που είχε γράψει, όμως ο Parnes έσπρωξε τον νεαρό Wycherley επάνω στη σκηνή αμέσως. Ήταν τόσο άμεση η επιτυχία του,
ώστε ο Parnes, τον
πρόσθεσε στην περιοδεία και τον μετονόμασε σε «Billy Fury» (το fury στα αγγλικά
σημαίνει μανία).
Κυκλοφόρησε το πρώτο του single hit για τη Decca,
το "Maybe Tomorrow"
το 1959, εμφανίστηκε στην τηλεόραση και το 1960, έφθασε στον Νο. 9 των
βρετανικών singles με το "Colette", ενώ ακολούθησε
το "That's Love" και το πρώτο του
άλμπουμ το "The Sound of Fury"
(1960).
Όταν σταμάτησε την συνεργασία του με το συγκρότημα ‘Georgie Fame and the Blue Flames’ που ήταν η backing
band του και άρχισε κάποιες ακροάσεις στο Λίβερπουλ, μεταξύ των συγκροτημάτων που
εμφανίστηκαν ήταν και οι Beatles,
οι οποίοι τότε ονομάζονταν ‘Silver Beetles’.
Δεν τους φάνηκε καλή η προσφορά και αφού ο Lennon πήρε ένα αυτόγραφο του Fury, έφυγαν. Ως backing band τελικά
προσλήφθηκαν οι Tornados και ταξίδεψαν και ηχογράφησαν μαζί του από τον Ιανουάριο του
1962 μέχρι τον Αύγουστο του 1963.
Σταδιακά ο Fury άρχισε να επικεντρώνεται λιγότερο στο rock and roll ροκ
και περισσότερο στις mainstream μπαλάντες, όπως το "Halfway to
Paradise" και το "Jealousy" (το οποίο έφτασε στο Νο. 3 και στο
Νο 2 αντίστοιχα στα βρετανικά charts το 1961). Όπως ομολόγησε ο Fury «ήθελα
να με σκέφτονται οι άνθρωποι απλώς ως τραγουδιστή - και όχι συγκεκριμένα, ως ροκ
τραγουδιστή, μεγαλώνω και θέλω να διευρύνω το πεδίο μου».
Η διετία 1961 - 1963 ήταν τα καλύτερα χρόνια του Fury. Το
1962 εμφανίστηκε στην πρώτη του ταινία, το “Play It Cool”, με βάση τις ταινίες
του Elvis. Το hit single από την
ταινία ήταν "Once Upon a Dream".
Το 1963 ηχογράφησε το “Fury's We Want Billy!”,
ένα από τα πρώτα live άλμπουμ στην βρετανική ροκ ιστορία. Το 1965 εμφανίστηκε στην ταινία “I've
Gotta Horse”.
Έχοντας ακόμα επιτυχίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως το
"It's Only Make Believe" και το "I Will" το 1964 και το
"In Thoughts of You", ο Fury άρχισε να απουσιάζει από τα charts το
1967. Μετά από προβλήματα με την εφορία και τις δύο χειρουργικές επεμβάσεις στην
καρδιά του το 1972 και το 1976, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις περιοδείες του.
Το 1981 το τραγούδι "Be Mine Tonight" δεν είχε καμία
επιτυχία, ενώ εκείνη την χρονιά η Fury, ενώ δούλευε στο αγρόκτημά του, κατέρρευσε. Ο Fury είχε
από μικρός προβλήματα με την καρδιά. Το 1982, ηχογράφησε ένα άλμπουμ
επιστροφής, το ‘The One and Only’
(κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του) με τον Stuart Colman, παραγωγό του Shakin Stevens. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε στο Sunnyside του Northampton, στις 4 Δεκεμβρίου 1982, που
μαγνητοσκοπήθηκε για την τηλεόραση.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Ιανουαρίου 1983, ο Fury υπέστη
καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Λονδίνο. Πέθανε το επόμενο απόγευμα. Ήταν 42
ετών.