Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

The Bo Diddley story



Ο Bo Diddley γεννήθηκε ως Otha Ellas Bates, στις 30 Δεκεμβρίου του 1928, κοντά στο McComb του Μισισιπή. Τον υιοθέτησε και τον μεγάλωσε ο ξάδερφος της μητέρας του, Gussie McDaniel, του οποίου το επώνυμο έλαβε. Το 1934, η οικογένεια McDaniel μετακόμισε στη Νότια πλευρά του Σικάγου, όπου ο Bo άφησε το Otha και έγινε Ellas McDaniel. Εκεί έμαθε να παίζει βιολί στο συγκρότημα του κατηχητικού της Βαπτιστικής εκκλησίας, αν και του τράβηξε το ενδιαφέρον ρυθμός που είχε η Πεντηκοστιανή εκκλησία, και τελικά ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την κιθάρα και από την ηλικία των δώδεκα άρχισε να πειραματίζεται να κατασκευάσει τις δικές του κιθάρες σε διάφορα σχήματα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 απέκτησε το ψευδώνυμο "Bo Diddley" από τους συναδέλφους του, (το diddley σημαίνει στην αμερικάνικη αργκό "απολύτως τίποτα", ενώ το diddley bow ήταν ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο που έπαιζαν οι αγρότες στο Νότο. "Βο" σημαίνει ενισχυτής). Το νέο του όνομα δεν θα το χρησιμοποιήσει ως μουσικός μέχρι το 1955. Το 1946 σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, ένα τρίο με το όνομα Hipsters, που αργότερα έμειναν γνωστοί ως Langley Avenue Jive Cats. Έπαιζαν στις γωνίες των δρόμων για να τους ρίχνουν κέρματα οι περαστικοί. Ένας καλλιτέχνης από τον οποίον είχε επηρεαστεί αρκετά ήταν ο John Lee Hooker. Ο McDaniel/Diddley μαζί με την μουσική δούλεψε και ως μπόξερ και ό,τι δουλειά έβρισκε - οδηγός φορτηγού, χειριστής ανελκυστήρα, χειρωνακτικός εργάτης. Το 1950 ο Jerome Green που έπαιζε μαράκες εντάχθηκε στην μπάντα του, και μετά από ένα χρόνο ο Billy Boy Arnold που έπαιζε φυσαρμόνικα. Όταν η ομάδα άρχισε να γίνεται τόσο καλή ώστε να φύγει από τους δρόμους και να παίζει σε κλαμπ, ο Diddley άρχισε να πειραματίζεται με νέους ήχους και άρχισε να γράφει το δικό του υλικό.

Στις αρχές του 1955 η μπάντα έγραψε ένα demo με δύο τραγούδια που είχε γράψει ο Diddley, το “Uncle John” και το I'm A Man. Αφού απορρίφθηκαν από τις εταιρίες United και Vee-Jay, προσπάθησαν να έρθουν σε συμφωνία με την Chess Records. Στον Leonard Chess άρεσε αυτό που άκουσε και τους κάλεσε στις 2 Μαρτίου 1955 για ηχογράφηση. Το συγκρότημα επεκτάθηκε με τον Otis Spann στο πιάνο και τον James Bradford στο μπάσο. Η έμπνευση για τον αφρικανικό ρυθμό του "Uncle John"  προήλθε από την ηχογράφηση του 1952 από την ορχήστρα του Red Saunders, "Hambone." Ο Leonard Chess ήθελε οι στίχοι του "Uncle John" να αλλάξουν γιατί είχε σεξουαλικά υπονούμενα. Ήταν ιδέα του Billy Boy Arnold να αντικαταστήσει το όνομα Bo Diddley για το Uncle John. Το "Bo Diddley" έγινε η πρώτη πλευρά του πρώτου single του McDaniel/Diddley και το νέο του σκηνικό όνομα. Τον Απρίλιο του 1955, κυκλοφόρησε το "Bo Diddley" και το "I'm A Man", και έμεινε στα τοπ των R&B charts για δύο εβδομάδες. Ο ρυθμός Bo Diddley (Bo Diddley beat) είχε γεννηθεί.



Το 1956 ο Bo Diddley κυκλοφόρησε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το "Who Do You Love?"

Τα επόμενα δύο singles "Diddley Daddy" και "Pretty Thing" ανέβηκαν επίσης στα charts. Ένας μοναδικός ήχος, που αποτελείται από κιθάρες, πιάνο, φυσαρμόνικα, μαράκες και τύμπανα, έγινε σύντομα ένας ρυθμός που πολλοί καλλιτέχνες έσπευσαν να αντιγράψουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Johnny Otis με την επιτυχία του "Willie and the Jive Hand" , που έφτασε στο νούμερο 9 στα ποπ χιτς το 1958. Επισης, η επιτυχία του Elvis Presley "(Marie's the Name) His Latest Flame", του 1961, είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον Bo Diddley beat. Ο Bo είχε γράψει επίσης, (υπό το όνομα της γυναίκας του Ethel Smith) και την μεγάλη επιτυχία του ντουέτου Mickey & Sylvia, "Love is Strange", το 1957.
Ο Bo δεν είχε pop hits μέχρι το 1959-60, με τέσσερα διαδοχικά singles, τα οποία επίσης κυκλοφόρησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο Λονδίνο). Το μόνο του Top 20 pop hit ήταν το "Say Man", μια ανταλλαγή προσβολών μεταξύ του Bo και του Jerome Green, που έπαιζε το μαράκες. Το 1960, ο Bo Diddley μετακόμισε από το Σικάγο στην Ουάσινγκτον, όπου έφτιαξε ένα από τα πρώτα στούντιο ηχογράφησης. Αν και ο Bo δεν είχε πολλές κυκλοφορίες στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, είχε μεγάλη επιρροή στο βρετανικό beat boom της δεκαετίας του ‘60. Το 1963 έλαβε μέρος στην βρετανική συναυλία με τους Everly Brothers και Little Richard. Οι ανερχόμενοι τότε Rolling Stones ήταν το supporting group και αμέσως αντέγραψαν τον ήχο του Bo με το τρίτο τους single, "Not Fade Away" (που είχε γράψει ο Buddy Holly το 1957). Ο Bo Diddley είχε γυναίκες στη μπάντα του. Μεταξύ αυτών ήταν ο Norma-Jean Wofford, επίσης γνωστός ως Η Δούκισσα, και αργότερα η Peggy Jones, με το παρατσούκλι Lady Bo, που έπαιζε κιθάρα (κάτι σπάνιο για γυναίκα την εποχή εκείνη).

Η δεκαετία του 1960 ήταν η πιο επιτυχημένη (αν και όχι απαραίτητα λόγω επιτυχιών στα charts) περίοδος του Bo και η πιο παραγωγική του περίοδος (επιτυχημένο ήταν το "You Can't Judge a Book by the Cover", το 1962). Τουλάχιστον δεκαπέντε άλμπουμ κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, εκτός των συλλογών. Η τελευταία του επιτυχία στα charts ήταν το "Ooh Baby" (νο 17 στα R & B και νο 88 στα pop) το 1967. Έμεινε στην Chess / Checker μέχρι το 1974. Μεταξύ 1974 και 1988 κατέγραψε μόνο σποραδικά, αλλά συνέχισε να παίζει σε όλο τον κόσμο. Το 1987 εισήχθη στο Hall of Fame της Rock and Roll. Θα ακολουθήσουν πολλά άλλα βραβεία. Από το 1988 και μετά, ο Bo κυκλοφόρησε αρκετά νέα άλμπουμ με την εταιρεία Triple-X με έδρα το Λονδίνο. Η τελευταία του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 2006. Στη συνέχεια, υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που επηρέασε την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου του. Ο Bo Diddley πέθανε στις 2 Ιουνίου 2008, από καρδιακή ανεπάρκεια, στο σπίτι του στο Archer της Φλόριντα.

Ο Bo Diddley, αν και μπορεί να συμπεριληφθεί στο "Billboard of One-Hit Wonders" του Wayne Jancik με το σκεπτικό ότι είχε ένα μόνο χιτ στο pop 40, έπαιξε ένα τεράστιο ρόλο στη μετάβαση από το μπλουζ στο rock & roll και επηρέασε όσο λίγοι τον χώρο της μουσικής με τον μοναδικό του ρυθμό (που συχνά αποκαλούσαν “jungle music”), τόσο εντός όσο και εκτός των ΗΠΑ. 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

“Back to the Future” (1985)



"I guess you guys aren't ready for that yet. But your kids are gonna love it" - Marty
 
Το Back to the Future (Επιστροφή στο Μέλλον) που σκηνοθέτησε ο Robert Zemeckis, είναι μια ταινία του 1985, που γνώρισε τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή (ήταν η ταινία με τα υψηλότερα κέρδη για το 1985 και είχε τρεις υποψηφιότητες για βραβείο όσκαρ) και μέχρι σήμερα παραμένει αγαπημένη, φρέσκια και διασκεδαστική, χάριν του πρωτότυπου σεναρίου, της παρουσίας του ηθοποιού Michael J. Fox και της απολαυστικής απεικόνισης της ζωής της δεκαετίας του ’50 που συνοδεύεται φυσικά από την υπέροχη μουσική των fifties
Κορυφαία - αν μη τι άλλο - στιγμή είναι η σκηνή όπου ο Michael J. Fox παίζει το Johnny B. Goode του Chuck Berry! Μια σκηνή που παραλίγο να «κοπεί» από την τελική προβολή! Στην ταινία ακούγονται δύο τραγούδια των Huey Lewis and the News, ενός pop/rock (με κάποια στοιχεία επιρροής από την μουσική του ‘50) συγκροτήματος που στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ήταν πολύ διάσημο. Το πιο γνωστό κομμάτι ήταν το "The Power of Love". Ο Lewis κάνει και μια μικρή εμφάνιση στην αρχή της ταινίας.

Η πλοκή έχει ως έξης: Ο Marty McFly (Michael J. Fox) είναι ένας τυπικός έφηβος που ζει στο Hill Valley της Καλιφόρνια μαζί με τους γονείς του (Lea Thompson και Crispin Glover), πάει σχολείο, έχει την κοπέλα του (Claudia Wells), το skate board του και την αγάπη του για την ροκ μουσική (παίζει ηλεκτρική κιθάρα). Ο Marty κάνει παρέα και με έναν εκκεντρικό (τον λες και «τρελό») επιστήμονα, τον Dr. Emmett "Doc" Brown (Christopher Lloyd), ο οποίος μια ημέρα του ανακοινώνει ότι κατάφερε να εφεύρει μια μηχανή που ταξιδεύει στον χρόνο – ενσωματωμένη σε ένα αυτοκίνητο! Για να φτιαχτεί όμως χρειάστηκε πλουτώνιο που αποκτήθηκε από Λίβυους τρομοκράτες, που του το έδωσαν με την υπόσχεση να κατασκευάσει για χάρη τους μια πυρηνική βόμβα! Καθώς έρχονται οι τρομοκράτες να τον σκοτώσουν γιατί τους εξαπάτησε, ο Marty, διαφεύγει με μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο, ενεργοποιώντας ακούσια τη μηχανή του χρόνου και έτσι μεταφέρεται πίσω στο χρόνο, στις 5 Νοεμβρίου 1955. Εκεί  συναντά τους μελλοντικούς γονείς του, τους γονείς της έφηβης τότε μητέρας του η οποία μάλιστα τον ερωτεύεται (!), τον νταή του σχολείου, Biff (Thomas F. Wilson), ο οποίος εκφοβίζει συνεχώς τον «σπασίκλα», δειλό και κοκαλιάρη πατέρα του και τον μελλοντικό (μαύρο) δήμαρχο της πόλης που τότε δούλευε σερβιτόρος. Στο τέλος αυτής της απολαυστικής και γεμάτης δράση, χιούμορ και μουσική ταινίας, η μητέρα του θα ερωτευτεί τελικά τον πατέρα του στον χορό του σχολείου και ο Marty θα καταφέρει να φύγει με το αυτοκίνητο – μηχανή του χρόνου με την βοήθεια ενός κεραυνού που χτυπά τον πύργο του ρολογιού του δημαρχείου και να επιστρέψει στο παρόν, σώζοντας έτσι και από τον θάνατο τον “Doc”.

Αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία, πέρα από την πλοκή, είναι η πετυχημένη απεικόνιση της δεκαετίας του ‘50. Οι παραγωγοί έστησαν μια πόλη που έμοιαζε τέλεια με πόλη εκείνης της εποχής. Κάποιες σκηνές γυρίστηκαν σε τοποθεσίες της Καλιφόρνια, ενώ ο σχολικός χορός "Enchantment Under the Sea" γυρίστηκε στο κλειστό γυμναστήριο της Μεθοδιστικής Εκκλησίας του Hollywood. Σπίτια, μαγαζιά, café, αυτοκίνητα, ρούχα, χτενίσματα, διάλογοι, όλα σε μεταφέρουν στην μαγική εποχή του ‘50. Υπάρχουν κάποια τραγούδια που ακούγονται όπως το "Mr. Sandman" των The Four Aces, το "The Ballad of Davy Crockett" του Fess Parker και το "Pledging My Love" του Johnny Ace. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο 1955, οπότε η «επανάσταση» του rock and roll μόλις έχει ξεσπάσει, ο Elvis ακόμα δεν έχει κάνει πάταγο, ούτε οι υπόλοιποι γίγαντες του rockn roll (Jerry Lee Lewis, Eddie Cochran, Gene Vincent κλπ) και τα πράγματα είναι κάπως πιο... “square”. 

Πάντως υπάρχουν και κάποιοι αναχρονισμοί, όπως στην παρακάτω φωτογραφία που δείχνει την βιτρίνα ενός καταστήματος με δίσκους, όπου κάποιοι δίσκοι δεν είχαν κυκλοφρήσει το 1955! Έτσι φαίνεται ένας δίσκος (αριστερά) με συλλογή από τραγούδια των Chordettes που κυκλοφόρησε το 1959, ο δίσκος "In the Land of Hi-Fi" της Patti Page (στην μέση, δίπλα στον δίσκο του Nat King Cole) που κυκλοφόρησε το 1956 και ο δίσκος "Eydie in Dixieland" (δίπλα σε αυτόν της Page) της Eydie Gorme που κυκλοφόρησε το 1959!
Η πιο σημαντική σκηνή της ταινίας είναι όταν ο Marty (μαζί με τους “Starlighters”) παίζει το "Johnny B. Goode" (αν και μόνο την πρώτη στροφή), που στην πραγματικότητα, ο Chuck Berry θα πει 3 χρόνια αργότερα! Η φωνή στο τραγούδι δεν είναι του Fox, αλλά ενός άλλου τραγουδιστή, του Mark Campbell, που τότε συμμετείχε σε ένα συγκρότημα που το έλεγαν Jack Mack and the Heart Attack. Παρόλα αυτά ο Fox πήρε δάσκαλο και έκατσε να μάθει λίγο κιθάρα, ώστε να φαίνεται το παίξιμό του ρεαλιστικό.

Ο σχολικός χορός λαμβάνει χώρα στις 12 Νοεμβρίου 1955, ενώ το "Johnny B. Goode" παίχτηκε για πρώτη φορά από τον Chuck Berry τον Μάρτιο του 1958. Ο Marty πριν ξεκινήσει να παίζει λέει την επική ατάκα "All right. This is an oldie, but, uh... well, it's an oldie where I come from...". Κάποια στιγμή κάνει το διάσημο "duckwalk" που εισήγαγε ο Chuck Berry, τον οποίον ο υποτιθέμενος ξάδελφός του, Marvin, παίρνει τηλέφωνο για να τον βάλει να ακούσει «τον ήχο που πάντοτε έψαχνε…». Στην πραγματικότητα βέβαια, ο Chuck Berry είχε ήδη κυκλοφορήσει το υπέροχο rock n roll τραγούδι "Maybellene" (Ιούλιος 1955),  άρα τον ήχο τον είχε ήδη βρει! Στη συνέχεια, ο Marty αρχίζει να σολάρει «σκληραίνοντας» σταδιακά τον ήχο, δημιουργώντας έτσι αμηχανία μέχρι και φόβο στους ακροατές και τους λοιπούς μουσικούς. 


Πρέπει να πούμε ότι μιμείται τέσσερις άλλους διάσημους κιθαρίστες: το στυλ παιξίματος του Eddie Van Halen (χτύπημα με τα δάκτυλα), του Jimi Hendrix (πίσω από κεφάλι), του Angus Young των AC/DC (ξαπλωμένος) και του Pete Townshend (πηδάει με το δεξί χέρι υψωμένο και κλωτσάει τον ηχείο). Όταν ο Marty ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το αποσβολωμένο πλήθος καταλαβαίνει ότι το κοινό δεν ήταν ακόμα έτοιμο για έναν τέτοιο ήχο, αλλά τα παιδιά τους θα τον λατρέψουν. Κι όμως την σκηνή με "Johnny B. Goode" ο Zemeckis ήθελε στην αρχή να την κόψει, γιατί σταματούσε την ροή της ιστορίας! Τελικά, ευτυχώς κάποιος τον έπεισε να την κρατήσει. Για να μπει τελικά στην ταινία βέβαια, χρειάστηκε και η έγκριση του τον Chuck Berry, ο οποίος την έδωσε με δυσκολία και αφού πήρε κάποιο σεβαστό ποσό!