Όχι άδικα, πολλοί θεωρούν το "Be-Bop-a-Lula", την επιτομή του rockabilly και μιας ολόκληρης εποχής. Ντυμένος στα δερμάτινα, κουτσαίνοντας, με τα greasy μαλλιά του, το πρωτόγονο, μερικές φορές άγριο ύφος και το αδάμαστο πνεύμα, ο αξεπέραστος Gene Vincent ήταν ένας από τους πιο αυθεντικούς ερμηνευτές του rock ‘n’ roll.
Ο Gene Vincent γεννήθηκε σαν Vincent Eugene Craddock σε μια φτωχική οικογένεια, στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια στις 11 Φλεβάρη του 1935.
Οι πρώτες μουσικές επιρροές του προέρχονταν από τον χώρο της country, του rhythm and blues και της gospel μουσικής. Την πρώτη του κιθάρα την πήρε ως δώρο από έναν φίλο του στην ηλικία των 12.
Ο πατέρας του, Ezekiah Jackson Craddock, προσφέρθηκε εθελοντικά να υπηρετήσει στην Αμερικανική Ακτοφυλακή κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Η μητέρα του, Mary Louise Craddock, διατηρούσε μια αποθήκη στο Munden.
Αφού πέρασε τα νεανικά του χρόνια στο Norfolk, αποφάσισε να ακολουθήσει τη ζωή του ναύτη. Εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 17 ετών και εντάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ το 1952. Εντάχθηκε στο στόλο ως μέλος του πληρώματος στο πετρελαιοφόρο πλοίο USS Chukawan. Αποδείχθηκε καλός ναυτικός, αλλά απέκτησε τη φήμη του καβγατζή.
Ενώ προγραμμάτιζε να κάνει καριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό, το 1955, αγόρασε μια μοτοσικλέτα Triumph και μπλέχτηκε σε σοβαρό τροχαίο ατύχημα που παραλίγο να του στοιχίσει το αριστερό του πόδι. Το πόδι του σώθηκε από ακρωτηριασμό, αλλά από τότε απέκτησε μόνιμη αναπηρία και κούτσαινε. Στο νοσοκομείο, άρχισε να ασχολείται πιο σοβαρά με την άγαπημένη του ψυχαγωγία - το τραγούδι.
Ο Craddock ασχολήθηκε με την τοπική μουσική σκηνή στο Norfolk. Άλλαξε το όνομά του σε Gene Vincent, και σχημάτισε μία rockabilly μπάντα που ονόμασε ‘Blue Caps’ (όρος που έχει σχέση με τους ναύτες στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ). Στην μπάντα ήταν ο Willie Williams στην ρυθμική κιθάρα, ο Jack Neal στο μπάσο, ο Dickie Harrell στα τύμπανα, και ο καινοτόμος κιθαρίστας, Cliff Gallup. Ονόμασε τη μπάντα του "Gene Vincent and His Blue Caps"".
Σύντομα ο Gene Vincent και οι Blue Caps του κέρδισαν φήμη παίζοντας σε διάφορα country bars στην πατρίδα του στο Norfolk της Virginia. Εκεί, κέρδισε σε ένα διαγωνισμό ταλέντων, το «Country Showtime», που διοργάνωσε ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός WCMS, του "Sheriff Tex" Davis, ο οποίος έγινε ο διευθυντής του.
Ο ‘Sheriff’ Tex Davis, τον πήρε υπό την προστασία του και τον έβαλε να ηχογραφήσει μερικά δοκιμαστικά κομμάτια - μεταξύ τους το θρυλικό «Βe-Bop-A-Lula» - με μερικούς διαλεγμένους ντόπιους μουσικούς. Οι ταινίες αυτές σταλθήκανε στην εταιρία δίσκων Capitol, στο Χόλλυγουντ. Η Capitol έψαχνε να βρεί μια απάντηση στον Elvis Presley της RCA και πίστεψε πως ο Vincent ήταν αυτό που ήθελε.
Ο Vincent και οι προικισμένοι μουσικοί της συνοδείας του - Cliff Gallup, λήντ κιθάρα, Jack Neal, μπάσσο, Willie Williams, κιθάρα, και Dickie Harrell, ντράμς -, πετάξανε στο Νάσβιλ για να ηχογραφήσουνε το «Βe-Bop-A-Lula» και το «Woman Love» στις 4 Μάη του 1956. Η Capitol βιαζότανε να προλάβει την επιτυχία της RCA κι’ έτσι ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει μέσα σε δυο εβδομάδες. Το «Βe-Bop-A-Lula» έφτασε σύντομα τό νούμερο 9 του αμερικάνικου τοπ και το νούμερο 16 του εγγλέζικου και σήμανε την αρχή μιας από τις πιο αμφιλεγόμενες καί τραυματικές καρριέρες στην ιστορία του ροκ. Η ενεργητικότητα του «Βe-Bop-A-Lula» προερχότανε βασικά από τη δουλειά των δυο κιθάρων, πίσω από την παραμορφωμένη μαλακή φωνή του Vincent, παίζανε τόσο δυνατά που ο Vincent αναγκάστηκε να πάει σε ένα διπλανό δωμάτιο για να τον ηχογραφήσουνε!
Ωστόσο, χάρη σε ένα κακό μανατζάρισμα και σε κακή επιλογή υλικού από τον ηλικιωμένο Ken Nelson της Capitol, η καρριέρα του Vincent έχασε τον αρχικό δυναμισμό της. Ξαναγύρισε πάντως το 1957, με ένα νέο συγκρότημα που περιλάμβανε τους Harrell, Paul Peek, Tommy «Bubba» Facenda, Bobby Lee Jones και Johnny Meeks και ένα θαυμάσιο δίσκο το «Lotta Lovin».
Μετά το ‘Be-Bop-A-Lula’, (που έφτασε στο No. 7 και έμεινε 20 εβδομάδες στα Pop Chart του Billboard), ο Gene Vincent και οι Blue Caps του δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν στο ίδιο επίπεδο εμπορικής επιτυχίας, αλλά κυκλοφόρησαν θρυλικά τραγούδια όπως το "Race With The Devil" (νο 96 στο Billboard) και το "Bluejean Bop" (νο. 49). Εκείνο το έτος, ο Vincent καταδικάστηκε για «δημόσια βωμολοχία» με πρόστιμο 10.000 $ από την πολιτεία της Βιρτζίνια για την ζωντανή απόδοσή του ερωτικού τραγουδιού, "Woman Love", αν και αυτό τώρα πιστεύεται ότι ήταν μια φήμη, που ενδεχομένως ξεκίνησε ο μάνατζέρ του.
Ο Cliff Gallup εγκατέλειψε το συγκρότημα και στη θέση του ήρθε ο Johnny Meeks το 1957. Η μπάντα είχε μία άλλη επιτυχία με "Lotta Lovin'" το 1957 (νο. 13 και 19 εβδομάδες στα charts).
Την ίδια χρονιά περιόδευσε στην ανατολική ακτή της Αυστραλίας με τον Little Richard και τον Eddie Cochran, μαζεύοντας συνολικά 72.000 θεατές στο Στάδιο του Σίδνεϊ. Έκανε, επίσης, μια εμφάνιση στην ταινία, το «The Girl Can't Help It» με την Jayne Mansfield, όπου έπαιξε το ‘Be-Bop-A-Lula’.
Το "Dance to the Bop" κυκλοφόρησε από την Capitol Records στις 28 Οκτωβρίου. Το τραγούδι έμεινε εννέα εβδομάδες στα charts και έφτασε στο Νο. 23 στις 23 Ιανουαρίου 1958, Έμελε να είναι το τελευταίο χιτ του Βίνσεντ.
Όμως οι δίσκοι του Vincent και η καρριέρα του φαίνονταν ήδη καταδικασμένα από το άμερικάνικο κατεστημένο: ο Vincent τραγουδούσε τραγούδια της εργατικής τάξης, τραγούδια φτώχειας, τραγούδια κοινωνικών ανισοτήτων που ήτανε τότε απαράδεχτα για τη μέση αστική τάξη, που αποτελούσε εκείνη την εποχή το μεγαλύτερο μέρος του αγοραστικού κοινού.
Στο 1958, η καριέρα του είχε έρθει ουσιαστικά σ’ ένα τέλος, καθώς το μεσοαστικό κοινό προτιμούσε τα «καλά παιδιά» της εποχής που δεν διαμαρτύρονταν - σαν τον Fabian και τον Ricky Nelson. Πήγε στην Αγγλία, όπου γνώρισε μια νέα εποχή θριάμβου που δεν κράτησε όμως πολύ. Η εμφάνιση των Beatles και τα προβλήματα της υγείας του (ήταν αλκοολικός) τον αναγκάσανε να αποσυρθεί.
Την πρώτη του εμφάνιση στην Αγγλία την έκανε στις 15 Δεκεμβρίου 1959, στην τηλεοπτική εκπομπή του Jack Good "Boy Meets Girl". Εμφανίστηκε φορώντας μαύρη δερμάτινη στολή, γάντια, και ένα μενταγιόν, ενώ στεκόταν με μια κυρτή στάση. Μετά την εμφάνισή του στην τηλεόραση περιόδευσε στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στις 16 Απριλίου 1960, ενώ ήταν σε περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Vincent, ο Eddie Cochran, και η τραγουδοποιός Sharon Sheeley μπλέχτηκαν σε ένα τροχαίο ατύχημα με ένα ιδιωτικό ταξί. Ο Vincent έσπασε τα πλευρά και την κλείδα του, η Sheeley υπέστη σπάσιμο λεκάνης και ο Cochran, ο οποίος πετάχτηκε έξω από το όχημα, υπέστη σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες και πέθανε την επόμενη μέρα.
Ο παραγωγός Don Arden βοήθησε τον Vincent να επιστρέψει το 1961 για να κάνει μια εκτενή περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Λόγω της τεράστιας επιτυχίας αυτής της περιοδείας, ο Vincent μετακόμισε στην Αγγλία το 1963. Η μπάντα που συνοδεύει, οι Sounds Incorporated’ στη συνέχεια έπαιξαν με τους Beatles στο Shea Stadium.
Οι προσπάθειες του Vincent να αποκαταστήσει την καριέρα στις ΗΠΑ στην folk rock και την country rock αποδείχθηκε ανεπιτυχής.
Το 1966 και το 1967, στην Αμερική, ηχογράφησε κομμάτια για την Challenge Records, όπου υποστηρίχθηκε από πρώην μέλη των Champs και τον Glen Campbell. Αν και οι κριτικές ήταν καλές, οι πωλήσεις των δίσκων δεν πήγαν καλά.
Το 1969, ηχογράφησε το άλμπουμ ‘I'm Back’ και το ‘I'm Proud’.
Στην τελευταία περιοδεία του στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίχθηκε από τους ‘The Wild Angels’, ένα βρετανικό συγκρότημα που είχε προηγουμένως παίξει στο Royal Albert Hall με τον Bill Haley & His Comets και τον Duane Eddy.
Οι τελευταίες ηχογραφήσεις του στις ΗΠΑ ήταν τέσσερα κομμάτια, λίγες εβδομάδες πριν το θάνατό του. Αυτά τα κομμάτια κυκλοφόρησαν αργότερα σε ένα album που συμπεριλάμβανε το "Say Mama" από την κόρη του Melody Jean Vincent.
Το καταπληκτικό Woman In Black!!!
Ο Vincent πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1971 από έλκος του στομάχου κατά την επίσκεψη του στον πατέρα του στην Καλιφόρνια. Είναι θαμμένος στο Eternal Valley Memorial Park του Newhall της Καλιφόρνια.
Αν και εμφανίστηκε σε λάθος εποχή, ο Vincent ήταν ένας από τους πιο δυναμικούς και κοινωνικά ασυμβίβαστους ερμηνευτές του ροκ. Η σκηνική παρουσία του δημιούργησε σχολή (ο Morrison, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να του χρωστάει αρκετά).